Wednesday, June 28, 2006

Αντί απολογίας.

Ο σοφός είπε ότι σαν δημοσιοποιηθεί ένα κείμενο αποκτά δική του υπόσταση, δική του ερμηνευτική δυναμική. Οι ερμηνείες που θα αποδοθούν στο κείμενο μπορεί να είναι διαφορετικής κατεύθυνσης από ότι θα επιθυμούσε ο γράφων. Ο μαθητής ένευσε το κεφάλι σε ένδειξη κατανόησης. Ο σοφός, όμως, διέκρινε στα μάτια του μαθητή την έλλειψη βάθους στη συγκατάνευση και προσέθεσε.

«Ακόμα και όταν θα νομίζεις ότι ο λόγος σου είναι περιστοιχισμένος από τείχος, να θυμάσαι ότι πάντα υπάρχει μια κερκόπορτα απ’ όπου θα σε χτυπήσει η ερμηνευτική.»

Ως συνήθως ο μαθητής έπρεπε να μάθει δια του ραπίσματος της βίωσης του σφάλματος για να κατανοήσει το βάθος της σοφίας του δασκάλου του, αλλά ίσως όχι ακόμα και της ίδιας της διδαχής.

Labels:

Wednesday, June 21, 2006

Είκοσι και μία του μηνός - Η μέρα είναι μεγάλη

Εχθές μαγείρεψα ένα αλλιώτικο φαγητό. Κατά την προσφιλή μου συνήθεια, η συνταγή βασιζόταν στην Θεμελιώδη Αρχή "ό,τι υπάρχει στο ψυγείο". Έκανα λοιπόν μπιφτέκια στο φούρνο, με βερίκοκα σε δύο παραλλαγές (βερίκοκα γεμιστά με πάστα ελιάς, βερίκοκα γεμιστά με φιστίκια Αιγίνης). Τα έβαλα να ψηθούν σε μέτριο φούρνο, αφού τα περιέχυσα με χυμό πορτοκαλιού, στον οποίο είχα διαλύσει μια κουταλιά μουστάρδα και είχα προσθέσει ελαιόλαδο. Περιττό να σας πω ότι η ιδέα μου όχι μόνο τρωγόταν, αλλά ήταν νοστιμότατη, με αποκορύφωμα τα βερίκοκα με την πάστα ελιάς.

Βέβαια, δεν επρόκειτο για τυχαία βερίκοκα, αλλά για τους καρπούς της ατίθασης βερικοκιάς μας, που φύτρωσε και μεγάλωσε σε πείσμα όλων των απαισιόδοξων, που προδίκαζαν το μέλλον της στο φτωχό παρτέρι μας. Διότι αν έχεις τσαγανό ανθίζεις και καρπίζεις σε μια σπιθαμή χώμα. Αν πάλι δεν έχεις, φυτοζωείς και μαραίνεσαι ακόμη κι αν σε προσέχουν, σε περιποιούνται και σε έχουν βασίλισσα του κήπου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μια καμέλια που είχαμε, η οποία δεν καταδέχτηκε να συνεχίσει το βίο της στον κήπο μας. Ευγε στη βερικοκιά και σε όλα τα άξια δεντράκια που είναι περήφανα, στολίζουν το μικρό κήπο μας και κάνουν τα πιο νόστιμα φρούτα του κόσμου. (Όχι που δεν θα παινέψω τα δεντράκια μας)!

Το φαγητό ήταν μοσχομυριστό, ζουμερό και τραγανό ταυτόχρονα. Κάθησα να φάω, αλλά λαχτάρισα ένα ποτήρι κρασί και άνοιξα ένα "Ροζέ του Φεγγαριού - Στροφιλιά", που είχε ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με το φαγητό μου, μοσχομυριστό, ζουμερό και τραγανό. Τόσο πολύ το ευχαριστήθηκα το φαγητό μου, τόσο πολύ το χάρηκα, που είπα θα το ανεβάσω στο blog, μπας και φιλοτιμηθούν τα "ρεμάλια" κι αρχίσουν και μαγειρεύουν και τρατάρουν τα ταίρια τους κρασί, ειδικά σήμερα που η μέρα είναι μεγάλη. Κι επειδή το φως του δειλινού μας ομορφαίνει, μεταμορφώνει τις αδυναμίες μας σε γοητεία και τις ευαισθησίες μας σε δύναμη, αξίζει την προσοχή μας. Θα φροντίσω να έχω με καλή παρέα, να ακούσω ωραίες μουσικές και να γευτώ νόστιμα εδέσματα και λαχταριστά κρασιά. Να εκτεθώ στο φως της ζωής, αφήνοντας για λίγο το φως της οθόνης. Θα σας συναντήσω.

Παρεπιτόντως, να φέρω κρασί ή να ετοιμάσω κανένα μεζεδάκι?

Monday, June 19, 2006

Χτύπα τον router αλύπητα

Είμαι στο γραφείο. Πως μπορώ να συνδεθώ στο administrative web interface του router που είναι σπίτι μου, σα να συνδεόμουν από το εσωτερικό δίκτυο του σπιτιού μου;

ssh -l homeuser -p home_exposed_ssh_server_port -Llocal_port:router_internal_ip:router_admin_ui_port home_exposed_ssh_server

Παράδειγμα:
ssh -l void -p 22 -L12500:192.168.1.1:80 void.homeip.net

Στη συνέχεια, ανοίγουμε έναν browser στο μηχάνημα που καθόμαστε και τον οδηγούμε στο http://localhost:12500

Παρατηρήσεις:
* Υποθέτουμε ότι μπορείτε να κάνετε τυπικό ssh login στον home_exposed_ssh_server από το γραφείο, και ότι το port forwarding του ssh server στο σπίτι είναι ενεργοποιημένο (τυπικά είναι πάντα). Εμμέσως γίνεται και η υπόθεση ότι εκτός από το router υπάρχει και άλλο μηχάνημα ανοιχτό στο σπίτι (home_exposed_ssh_server).
* 12500 είναι μια τυχαία πόρτα στο μηχάνημα που κάθεστε. Μπορεί να είναι οποιαδήποτε θέλετε, αρκεί να είναι μεγαλύτερη από τη 1024 και να μην είναι δεσμευμένη από κάποια άλλη διεργασία.
* Το password που θα χρειαστεί να εισάγουμε είναι αυτό που θα βάζαμε αν κάναμε ένα τυπικό ssh login στον home_exposed_ssh_server.
* Αν το δίκτυό σας είναι κορεσμένο μάλλον θα δείτε time out.
* Υποθέτω ότι τρέχει παντού Γιουνιξοειδές λειτουγικό.
* Όλη η σύνδεση είναι κρυπτογραφημένη και ο χρήστης έχει αυθεντικοποιηθεί.

ΥΓ: Αμφιβάλω αν φανεί έστω και σε έναν χρήσιμο το tip.

Tuesday, June 13, 2006

Ο Míša και το μελίσσι.

Ο Míša βρισκόταν για άλλη μια φορά περικυκλωμένος. Χαμογελούσε παράξενα, ενώ χάζευε τις μελαψές τους φάτσες.

Με το πρώτο χτύπημα στο πρόσωπο, η μνήμη του κύλησε στην πρώτη φορά που είχε βρεθεί σε ανάλογη κατάσταση. Δευτέρα δημοτικού πρέπει να ήταν. Τα ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά του είχαν γίνει στόχος μαυροτσούκαλων νταήδων. Τον είχαν περικυκλώσει στην αυλή. Δε θυμόταν πόσοι ήταν, αυτό που του έκανε πάντα εντύπωση, στην ανάμνηση αυτή, ήταν το φόντο πίσω από τις πλάτες των νταήδων. Το αδιάφορο μελίσσι των παιδιών που τσίριζε τρέχοντας αφοσιωμένο στο παιχνίδι του.

Στο δεύτερο χτύπημα, στο πρόσωπο κι αυτό, αναρωτήθηκε γιατί δεν το έσκασε, γιατί δεν το έσκαγε κάθε φορά που κάποιος τον απειλούσε. «Ηρωισμός» σκέφτηκε και τα άκρα των ματωμένων χειλιών του ανέβηκαν ανεπαίσθητα λίγο ακόμα. Όχι, «ηρωισμός» δεν ήταν σίγουρα, ο ήρωας θυσιάζεται για τους άλλους, αυτός απλώς καθάριζε για την πάρτι του. Όχι, κάτι άλλο ήταν, κάτι που είχε να κάνει με την εξουσία, με την επιβολή της, αλλά περισσότερο δε μπορούσε να το ξεκαθαρίσει μέσα του ή τέλος πάντων δεν πρόλαβε.

Η ροή των σκέψεών του διεκόπη από μια κλωτσιά στο στομάχι. Τον πόνο τον απορρόφησε σχεδόν ηδονικά, ήξερε πως θα τον οδηγούσε σε εκείνη. Πρέπει να ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή του, είχε τα ίδια χρώματα μαζί του, ξανθή με λευκό δέρμα. Μια δυνατή γροθιά στα νεφρά τον βοήθησε να θυμηθεί. Πήγαιναν μαζί στην ίδια ενισχυτική τάξη για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας. Από τον Καναδά ήταν, είχε και μια αδερφή από ότι του είχε πει. Ίσως και να ήταν ερωτευμένος μαζί της, το άκρο των χειλιών του ξανασηκώθηκε με αυτή τη σκέψη, τι σημαίνει έρωτας σε εκείνη την ηλικία; Ένα δυνατό χτύπημα στο αυτί ολοκλήρωσε την σκέψη του αυτή και τον λύγισε.

Όπως και να ’ταν, τον είχε σώσει από τους νταήδες τότε. Μια κλωτσιά στο στόμα τον αναποδογύρισε. Με το που έσκασε με το πίσω μέρος του κεφαλιού στο έδαφος ανακάλεσε την εικόνα της, την είδε να πλησιάζει έναν από τους νταήδες και κάτι να του ψιθυρίζει στο αυτί. Στο σήκωμα τον βρήκε μια μπότα στην πλάτη, αλλά η ροή των εικόνων συνεχίστηκε. Την είδε να τον πιάνει από το χέρι και να τον τραβά. Ταυτόχρονα ένιωσε τα δάχτυλά του να λιώνουν κάτω από τις αρβύλες κάποιου. Προσπάθησε να τα τραβήξει αλλά μάταια, όπως και εκείνη είχε προσπαθήσει να τον τραβήξει και βρέθηκε αντιμέτωπη με τη δική του αντίσταση. Ακόμα αισθανόταν εκείνη την πρώτη του φοβισμένη λύσσα. Η λύσσα του, όμως, σίγησε σαν διασταυρώθηκε με το δικό της βλέμμα. Το βλέμμα του καρφώθηκαν στα μάτια ενός τύπου με οπλισμένη γροθιά ενώ αναζητούσε εναγωνίως να θυμηθεί το χρώμα των ματιών της. Πώς μπορούσε να το έχει ξεχάσει; Η γροθιά τον βρήκε στη ρίζα της μύτης και τον γαλήνεψε. Είχε αφεθεί σε εκείνη να τον παρασύρει από το χέρι μακριά από τον κίνδυνο. Την είχε ευχαριστήσει άραγε;

Ένιωσε να τον σηκώνουν. Μετά από μία σύντομη ενδοσκόπηση απεφάνθη ότι κανείς δε τον είχε σώσει από τις μελαψές αγέλες από τότε. Έμαθε να τις αντιμετωπίζει μόνος του. Το έμαθε με μελανιές, γδαρμένα γόνατα και αγκώνες. Κάτι νόμισε πως άκουσε να του λένε, μα δε καταλάβαινε τίποτα και συνέχισε τον ειρμό τον σκέψεών του με τη διαπίστωση ότι στο τέλος μάλλον τον σεβάστηκαν. Μα μια μπουνιά στην κοιλιά τον έκανε να το αναθεωρήσει και να καταλήξει ότι το πιο πιθανό ήταν ότι είχε ενταχθεί στο σύστημά τους. Το σώμα του εγκαταλείφθηκε στην χαρά της πτώσης, ενώ τους έβλεπε να απομακρύνονται. Έτσι κι αλλιώς τελευταία κυνηγούσαν άλλα πρότυπα, άτομα πιο μελαψά από αυτόν. Αυτός είχε για καιρό πια αφεθεί ελεύθερος να ανήκει στο αδιάφορο μελίσσι. Αλλά να, που τον ξαναθυμήθηκαν. Ένα αποχαιρετιστήριο λάκτισμα τον βρήκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού.

Για λίγο όλα σκοτείνιασαν, μετά είδε το προτεταμένο της λευκό χέρι. Αυτόματα πήγε να την ευχαριστήσει, αλλά συνειδητοποίησε ότι ούτε το όνομά της θυμόταν. Η ντροπή διαχύθηκε βαθιά μέσα στην ψυχή του. Το κεφάλι του υψώθηκε να την αντικρίσει και ένα γέλιο χαράς σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ευτυχώς το χρώμα των ματιών της δεν το είχε ξεχάσει, απλά δεν είχε μάτια.

Labels:

Thursday, June 08, 2006

Δοκιμαστικό…

…σου λέει και εσύ δοκιμάζεις, δοκιμάζεις και φωνάζεις πες μου και άλλο και άλλο παραμύθι για τη Μανού, πες μου… η Σουρεκλεμέ θα μου έλεγε. Και τα μάτια τα έχεις διάπλατα και η κάτω γνάθος παραδίδεται σαν την δεις να στρίβει τη ρόκα σιμά στο γόνα αποφασισμένη να αφήσει το κουβάρι να κυλήσει…

Labels:

Όταν χρειαστεί να πετάξεις μια οθόνη* στα σκουπίδια...

Το πρώτο τηλέφωνο το έκανα στο Δ. Αθηναίων (210 5277000) για να μάθω το τηλέφωνο της υπηρεσίας καθαριότητας. Το δεύτερο στην υπηρεσία καθαριότητας (210 3422315) για να μάθω ποια είναι η προβλεπόμενη διαδικασία. Μου είπαν ότι δε πρέπει απλά να την πετάξω στον κάδο καθώς "γεμίζει". Θα πρέπει να κλείσω "ραντεβού" με το 5ο Διαμέρισμα που ανήκω για να την παραλάβει. Ούτε κουβέντα για βαρέα μέταλλα ή ανακύκλωση. Μόνο όταν τους επέκρινα ότι το θέμα δεν είναι αν γεμίζει ο κάδος, αλλά τι γίνεται μετά, μου είπαν ότι στη χωματερή υπάρχει ειδικό μέρος που αποτίθενται τέτοιου είδους αντικείμενα και ανακυκλώνονται. Αυτό δε μπόρεσα να το ελέγξω. Το τρίτο τηλέφωνο λοιπόν έγινε στο 5ο Διαμέρισμα (210 8646797) στη δικαιοδοσία του οποίου ανήκω. Επειδή και να είχα ηχογραφήσει τη συζήτηση δε θα μπορούσα να τη δώσω κάπου παρουσιάζω την απομαγνητοφώνησή της:


5Δ: Ναι.

VD: 5ο Διαμέρισμα;

5Δ: Μάλιστα κύριε.

VD: Θέλω να πετάξω μια οθόνη, πώς μπορεί να γίνει;

5Δ: Που μένετε να περάσουμε να τη πάρουμε; Είναι TFT ή παλιά;

VD: Είναι παλιά.

5Δ: Δουλεύει, μπας και τη δώσουμε σε κάνα δικό μας;

VD:Όχι.

5Δ: Ακούστε να σας πω, ανοίξτε το κάδο, πετάξτε τη μέσα και θα τη λιώσει ο μύλος.

VD: Ευχαριστώ, γεια σας.


Πρωί, 08.06.2006, Αθήνα


...μην τα παρατάτε, μην καταφεύγετε στην εύκολη λύση, κάντε το σωστό.



------------------

* μια τηλεόραση, ένα video, έναν φούρνο μικροκυμάτων, ένα ραδιοκασετόφωνο, ένα σκληρό δίσκο...

Tuesday, June 06, 2006

6$

Το ξεπούλημα.


Ο Νικόλας περίμενε τη σειρά του στην εθνική τράπεζα. Το Λενάκι του έφευγε σε 2 μέρες για διδακτορικό πάνω στη διοίκηση τραπεζών στην Αμερική και ήθελε να της κάνει ένα δωράκι. «120$» είχε σκεφτεί, «να αγοράσει κάτι μόλις φτάσει εκ μέρους μου». Εξάλλου τα δολάρια, που είχε στην τράπεζα, τα είχε βγάλει ένα καλοκαίρι πριν λίγα χρόνια κάνοντας τον διερμηνέα σε βάρος των κοινών τους διακοπών, η Λενιώ ήταν γυναίκα με κατανόηση.

Ακόμα την θυμόταν με το γαλάζιο της πουλόβερ, να περιμένει αγχωμένο πρωτάκι στη σχολή για να μπει στο εργαστήριο όπου δίδασκε αυτός, ήταν η πρώτη του χρονιά ως μεταπτυχιακός. Η Λενιώ, όμως, στη συνέχεια έκανε τη σωστή κίνηση, παράτησε τη φυσική μετά το πτυχίο και το γύρισε στα οικονομικά. Ίσως επειδή είχε ήδη δει την δική του πορεία, δύο χρόνια ένα άχρηστο μεταπτυχιακό και ένα διδακτορικό που δε θα τελείωνε ποτέ. Αυτή τον είχε πείσει να παρατήσει τα περί «ιδανικών» και να πιάσει δουλειά σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, «με την ιδεολογία δε φτιάχνεις οικογένεια», του είχε πει. Για εκείνη κατάπιε το ιδανικό της δημόσιας δωρεάν παιδείας και το μεγάλο του λόγο «κάλιο σκουπιδιάρης, παρά συνένοχος στην παραπαιδεία». Για εκείνη διέκοψε το διδακτορικό του στη μέση και έφυγε για στρατό. Το Λενάκι του τον περίμενε, είχε τελειώσει ένα μεταπτυχιακό στα οικονομικά και ετοιμαζόταν για έξω. Τώρα ήταν η σειρά του να περιμένει, να πιάσει την καλή στα φροντιστήρια και στα ιδιαίτερα.


Η ληστεία των 6$.


Να, με αυτά και με αυτά ήρθε η σειρά του. Έδωσε τη ταυτότητά του και το βιβλιάριο του συναλλάγματος στον ταμία.
«120$ παρακαλώ», του είπε ευγενικά.
Υπογραφές με όλα τα τυπικά και να ’τος με 120$, να ανοίγει το βιβλιάριο και να κοκαλώνει.

«Τα 6$ γιατί μου αφαιρέθηκαν;», κατάφερε να ρωτήσει ψιλοσαστισμένος.

«Για αγορά συναλλάγματος», απάντησε εντελώς φυσικά ο ταμίας νεύοντας στον επόμενο πελάτη.

«Μα εγώ είχα καταθέσει δολάρια και τώρα κάνω ανάληψη αυτών που είχα καταθέσει.» ψέλλισε ο Νικόλας ακόμα μη κατανοώντας. «Παλιά ήταν αλλιώς…»

«Ναι, παλιά η εθνική ήταν κρατική, τώρα είναι Α.Ε., πολλά θα αλλάξουν…», συμπλήρωσε ο ταμίας χαμογελώντας χαιρέκακα.

«Αυτό είναι ανήθικο, αυτό είναι ληστεία.» άρχισε να εκρήγνυται ο Νικόλας.

«Μα πώς κάνεις έτσι για 6$ άνθρωπέ μου, πες πως κέρασες ένα καφέ.» παρενέβη ο πελάτης που περίμενε πίσω του σπρώχνοντας τον ταυτόχρονα για να μπει μπροστά στον γκισέ να εξυπηρετηθεί.

«Είναι θέμα αρχής και όχι των 6$», τον ανέκοψε ο Νικόλας γρυλίζοντας, με ένα βλέμμα που έκανα τον ηλικιωμένο πελάτη να οπισθοδρομήσει δύο βήματα.

«Αλλά είναι και τα 6$», σκέφτηκε από μέσα του, «6$ είναι 6 ευρώ, 6 ευρώ καθαρά είναι μία ώρα διδασκαλίας στο φροντιστήριο, για 6 ευρώ την ώρα έχω ξεπουληθεί, 6 ευρώ είναι 20 λεπτά ιδιαίτερων, 20 λεπτά να ιδρώνω εξηγώντας πάνω από ένα πιτσιρίκι που σκαλίζει την μύτη του, 6 ευρώ καθαρών παίρνω στα ΤΕΕ για να μου σπάνε το ηθικό τα παγερά αδιάφορα βλέμματά τους.»

«Για λίγες δραχμές η μάνα μου περπάταγε τεράστιες αποστάσεις, αντί να παίρνει λεωφορείο, ώστε να ορθοποδήσουμε μετά το «κανόνι» και την αυτοκτονία του πατέρα μου. Για να γλιτώσουμε λίγες δραχμές με έστελνε να βρίσκω ψωμί διατίμησης. Τρώγαμε μόνο ψωμί και γάλα για μήνες. Για εκατό δραχμές που έχασα με άφησε για ώρες έξω, 7 χρονών παιδί, για να τις βρω. Για δεκάρες που ’πέφταν από τις ξέχειλες τσέπες των συμμαθητών μου πέρναγα τα διαλείμματα σκυφτός στην αυλή του δημοτικού ψάχνοντας κανα ψιλό για να αμβλύνω την πείνα μου.»

«Όχι, 6$ δουλεμένα δε θα μου τα κλέψουν με το έτσι θέλω.» φώναξε και τα μάτια του μοιάζαν με δύο πυρωμένα κάρβουνα.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα», τον πλησίασε ένας σακακομένος με μουστάκι, «παρακαλώ, είμαι ο διευθυντής του καταστήματος.»

«Η τράπεζα σας, το σύστημά σας, μου έκλεψε 6$.»

«Θα σας παρακαλούσα να μην εκφράζεστε έτσι, την τράπεζα την έχω σαν μάνα μου.»


Το ξέσπασμα


Ξάφνου το σύστημα απέκτησε πρόσωπο, ένα πρόσωπο με μουστάκι, όλη η αγανάκτηση του που είχε καταπιεστεί όλα αυτά τα χρόνια συγκεντρώθηκε στις γροθιές του Νικόλα. Η πρώτη του γροθιά βρήκε το σύστημα στο στομάχι και το λύγισε, η δεύτερη το βρήκε στο πρόσωπό και το ξάπλωσε. Ο Νικόλας πλέον είχε καβαλήσει το σύστημα και έλιωνε το πρόσωπό του με τις δύο γροθιές του. Λυσσαλέα χαρά τον είχε κυριέψει, αίσθημα απόκοσμο, μια βαθιά ηδονή. Μα καθώς έριχνε ξανά με το αριστερό του νόμισε πως είδε από κάτω του το πρόσωπό του, όχι της Λενιώς ήταν και η δεξιά του γροθιά έμεινε να αιωρείται, καθώς μια σκέψη διέτρεξε τις συνάψεις του αριστερού λοβού του.

Έμεινε να χάσκει για 3 δεύτερα, μετά ξέσπασε σε τρελά γέλια, έως ότου ένοιωσε κάτι να τσακίζει το σβέρκο του. Η αίσθηση κράτησε 0.2 δεύτερα, μετά όλα έγιναν σκοτεινά.

Labels: ,

Friday, June 02, 2006

(Σπίτι-Δουλειά-)Άλλη δουλειά-Σπίτι

(ή τα Friday night blues)

Γυρνάω σπίτι από τη δουλειά περπατώντας. Δε σταματάω πουθενά παρά μόνο σποραδικά κοιτάω στο κινητό την ώρα - από συνήθεια περισσότερο. Το soundtrack είναι κυρίως η μελαγχολία από δύο δίσκους των Mercury Rev. Περπατάω σαν σε βίντεοκλιπ τους - δεν υπάρχουν άνθρωποι παρά μόνο απεστιασμένες φιγούρες, δεν υπάρχουν φανάρια, μόνο κίνηση. Πλησιάζω ένα προπορευόμενο ζευγαράκι μεσήλικο και βάλε που χαίρεται τη νύχτα - μάλλον τουρίστες είναι. Κρατιούνται χέρι-χέρι και καρφώνομαι εκεί - μέχρι που τους προσπερνάω. Στρίβω στο Χίλτον προς κέντρο. Περνάω κοιτάζοντας το Σταμάτη. "Μπορείς να περπατήσεις και λίγο πιο αργά", μου φωνάζει μια βέσπα. Σκέφτομαι μια βρισιά αλλά δε προλαβαίνω να πω τίποτα. Μπροστά μου άλλο ένα τεράστιο γκρουπ από ακόμα περισσότερους τουρίστες όλων των ηλικιών μαζεμένοι λες για αλληλοπροστασία περιμένουν κάποιους που ξεμείναν πίσω - το καλοκαίρι έχει μπει για τα καλά. Πρέπει να είναι ξένοι αλλά καθώς διέρχομαι από την άμορφη μάζα τους με ελιγμούς και υπεκφυγές δεν ακούω τη γλώσσα τους με τη μουσική να παίζει στα αυτιά μου. Δεξιά για Κολωνάκι. Στα πεζοδρόμια της Πατριάρχου Ιωακείμ δεν υπάρχει απολύτως τίποτα - μόνο κάποια στιγμή στο απέναντι πεζοδρόμιο προσέχω μια γρια με μια ριχτή άσπρη μπλούζα. Το μοναδικό της χέρι κρατάει ένα μπαστούνι που την τραβάει μπροστά. Σόλωνος. Τα παιδιά στη Νομική κάνουν κατάληψη - μια φοιτήτρια τρέχει να πετάξει κάτι περιττό στους ξέχειλους σκουπιδοτενεκέδες τους και ξαναγυρνάει στην παρέα της - μάλλον ετοιμάζονται για έξοδο. Πιο κάτω ένα βαθύ (αλλά επίπεδο) ντεκολτε κάνει κάτι σαν να μου χαμογελάει - ίικ. Και μετά η μακρά και συσσίφεια άνοδος για το σπίτι. Τουλάχιστον για την ώρα δεν είμαι μόνος εκεί. Στα αριστερά οι Χάρτες σφύζουν από ζωή κατά τα γνωστά. Ένας πρώην 'συνάδελφος' με προσπερνάει με τη μηχανή του και τη φίλη του. Μπαίνω στο ευτυχώς έρημο σπίτι και ανοίγω τα παντζούρια στη νυχτερινή μου βεράντα.

Δεν μας τα είχατε υποσχεθεί ακριβώς έτσι δεσποινίς Athenaea Vita. Όποιος γράφει για εσάς έχει κάτι να θυμηθεί όταν γυρίζει από τις βόλτες. Να γιατί άλλο υπάρχουν τα blogs και τα σχόλια τους - για να βρούμε ίσως κάποιον που θα μας πει αυτό που ξε-χάσαμε στο δρόμο.

Labels: