Thursday, February 24, 2005

Μέγ/λη

Μέγ/λη λοιπόν. Τις περισσότερες φορές που είχα πάει εκεί στο παρελθόν ήταν σε αρκετά μικρότερη ηλικία - συνήθως για τις διακοπές του Πάσχα. Έχω μια θεία και ξαδέρφια εκεί και ήταν ότι πρέπει για εξόδους Σαββατοκύριακου. Παρόλα αυτά γενικά την έχω συνδέσει με αδιάφορες εντυπώσεις. Με άλλα λόγια, βαριόμουν. Από τη μία ήταν οι δαιδαλώδεις στροφές για να φτάσει κανείς εκεί. Τόσο το κομμάτι πριν όσο και αυτό μετά την Τρίπολη με έκαναν να μην απολαμβάνω το ταξίδι καθόλου αλλά και να φτάνω με μια διάθεση 'χωρίς πόδια'. Όντας εκεί το οικογενειακό περιβάλλον ήταν ζεστό και οι συγγενείς πολύ φιλόξενοι. Από την άλλη όμως, τα ξαδέρφια μου φαίνονταν πάντα ακριβώς τόσο μεγαλύτερα που να μην υπάρχει επαφή (αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνο θέμα ηλικίας). Επίσης, οι υπόλοιποι που συναντούσα ή γνώριζα εκεί διακρίνονταν από μια ακαθόριστη (ειδικά τότε) αίσθηση μονολιθικότητας και 'αγριοσύνης' παρόμοια με (αλλά ταυτόχρονα και κάπως κατώτερης, πιο νεόπλουτης πχοιότητας από) αυτή που συναντούσα στη Κρήτη μόνο. Τέλος, το φαγητό (ειδικά τότε) ήταν ικανό να με διασκεδάσει πολύ λιγότερο από ότι τώρα. Όλα αυτά δεν άφηναν πολλά περιθώρια για ευχαρίστηση - με ευχαρίστηση που να μην έχει να κάνει με το να διαβάζω βιβλία μόνος μου, για παράδειγμα.

Τι άλλαξε έκτοτε; Καταρχήν, ελαχιστοποιήθηκαν οι στροφές - και πλέον οδηγώ εγώ και συνήθως βλέπω το δρόμο με προσμονή άρα ξεκινάμε σωστά. Τα ξαδέρφια μου μου φαίνονται πιο κοντινά μιας και οι ηλικιακές διαφορές φαντάζουν μικρότερες πλέον. Οι συγγενείς εκεί παραμένουν παραδόξως πολύ οικείοι παρά την εξ αποστάσεως σχέση - σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις. Ίσως και να οφείλονται όλα αυτά (στο μυαλό μου) σε διάφορα προβλήματα υγείας και σχέσεων που πέρασαν εκεί. Αυτά μάλλον θέτουν τη συμπόνοια ως θεμέλιο για περαιτέρω 'εξέλιξη' της συγγενικής σχέσης μας. Φαντάζομαι σε όλα αυτά συμβάλλει και η δικιά μου ωριμότητα που συνοδεύεται από διάθεση για εγγύτητα - καθώς και, κατά πολύ, οι 'νέες αφίξεις'.

Όταν φτάσαμε, το πρώτο πράγμα μετά τις υποδοχές και τους εναγκαλισμούς ήταν φσκα το φαγητό. Η θεία είχε κάνει γύρω στα 85 διαφορετικά φαγητά και στα 12 γλυκά - χώρια από το κρέας στo τζάκι. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται τώρα που θυμάμαι όλο το Σαββατοκύριακο μαζί. Μετά από την απαραίτητη σιέστα, ήρθαν οι διαβόλοι - και οι τρεις τους. Ακολούθησαν συστάσεις και ύστερα παιχνίδι για πολλές ώρες μέχρι να θυμηθώ πόσο θόρυβο και κινητικότητα κρύβουν τα μικρά. Διαβάσαμε τα νέα τους βιβλία - να τα ζωάκια, να οι αριθμοί, διάβασε μου το παραμύθι, ξαναμετράμε τα ζωάκια, πάμε άλλη μία το παραμύθι (που απέξω τα ξέρανε ούτως ή άλλως). Έλα να παίξουμε με τις σερπαντίνες και τον αφρό (έχουμε κι αποκριές σύντομα), σήκωσε με ψηλά, θα σκαρφαλώσω πάνω σου, θα σου πεταχτώ κάτω από το τραπέζι κλπ κλπ. Πέσανε μερικές ψιλές (μεταξύ τους), ξαναφιλιώσανε, μετά βαριά λόγια, ξαναφιλιώσανε (με την μεσολάβηση των απανταχού θείων, γιαγιάδων και παππούδων - ένας τη φορά) και κάπως έτσι πέρασε το απόγευμα. Μέχρι που ήρθε η ώρα... για φαγητό πάλι. Μπλα, μπλα και επιπλέον ανακάλυψα το υπέροχο κρασί του θείου μου - έξι ποτήρια στο πολύ εύκολο.

Κατά τις 11:00 η κραιπάλη είχε τελειώσει και μιας και τα μικρά ήταν προ πολλού στα κρεβάτια τους (αν και όχι εντελώς κοιμισμένα ακόμα...) ήταν ώρα να 'διασκεδαστώ' με (ή από) τον ξάδερφο μου - δλδ. να γνωρίσω τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Πρώτη στάση το Σ. ένα γωνιακό καφέ-μπαρ με γυάλινους τοίχους σε απόσταση 5' με το αμάξι (το οποίο φυσικά και παίρνουμε) που δεν έχει πολλά να ζηλέψει από τα αντίστοιχα μέρη στο Κολωνάκι για παράδειγμα. Όσον αφορά τη διακόσμηση τουλάχιστον. Άντε και τη μουσική, η οποία έρρεπε προς τον ελληνικό στίχο όμως - πράγμα μάλλον αναμενόμενο. Γιατί κατά τα άλλα μου φάνηκε μάλλον 'στατικό'. Η φυσική ολιγομιλητικότητα του ξαδερφού μου μόνο που τονίζε αυτό. Ομάδες ατόμων (από δύο ως πέντε ή περισσότεροι) κάθονταν γύρω από τραπέζια και μιλούσαν ή δεν έκαναν τίποτα. Σαν να περίμεναν. Όλοι φαίνονται να γνωρίζονται μεταξύ τους - πράγμα επίσης πολύ αναμενόμενο. Στους τοίχους τηλεοράσεις παίζαν κάποια κανάλια μόδας με πολλές πασαρέλες και μοντέλα να συνεντευξιάζονται. Ο σερβιτόρος είχε μια από αυτές τις συσκευές ασύρματης παραγγελίας - πράγμα που με εξέπληξε ελαφρώς. Αργότερα μας βρήκαν η ξαδέρφη μου με τον άντρα της - και πιάσαμε την κουβέντα με την πρώτη. Κατά διαστήματα κοιτάζα δεξιά-αριστερά - αλλά δεν έβλεπα τίποτα.

Κατά τις 2 παρά φεύγουμε για 'της Μαρίνας'. Είναι ίσως ένα από τα πιο 'καλτ' μαγαζιά που έχω πάει - και όμως ίσα που είναι ιστολογίσιμο. Βρίσκεται σε κεντρικό δρόμο της πόλης και ανεβαίνεις στον πρώτο όροφο για να μπεις στη μοναδική αλλά καθόλου μονοκόμματη αίθουσα του. Μέσα το ντεκόρ θυμίζει εσωτερικό κατεστραμμένου πλοίου που έχει προσαράξει σε κάποιο μεγάλο λιμάνι και απλώς περιμένει τη σκουριά. Είμαι σίγουρος ότι ακόμα και στον εδώ κόσμο θα φαντάζει κάπως έτσι μετά το x-οστό ποτό όπου όλα αρχίζουν να κουνάνε κάπως ούτως ή άλλως. Εκεί πάμε μόνο με τον ξάδερφο μου - 'για να μείνουν μόνοι τους οι άντρες' όπως έμαθα αργότερα... Αυτός χαιρετάει κάποιο κόσμο και ζητάει μερικά τσιγάρα (δε πολυκαπνίζει) καθώς στεκόμαστε στη μπάρα. Το μέρος μου φαίνεται ότι είναι αρκετά γεμάτο (άντρες κυρίως - τι έκπληξη) και στην άλλη άκρη του δωματίου παίζει η ορχήστρα. Η τύπισσα με το μικρόφωνο περιδιαβαίνει στο πλήθος (όσο φτάνει το καλώδιο) το οποίο δε τρελαίνεται κι από το κέφι. Ανταλάσσουμε μερικές κουβέντες με τον ξάδερφο. Ένα ποτό μετά και έχοντας απορροφήσει όση νυχτερινή Μέγ/λη γίνεται, φεύγουμε.

(συνεχίζεται)

0 Comments:

Post a Comment

<< Home