Γεμάτη Κυριακή
Σήμερα ξύπνησα κατά τις 12 από το τηλέφωνο. Η νύστα του synch (το φεστιβάλ με τον μέγιστο αριθμό από τετράγωνα γυαλιά) της προηγούμενης νύχτας είχε φύγει παρά τις λίγες ώρες ύπνο. Όταν έκλεισα, σηκώθηκα, πλύθηκα και κάθησα στο τραπέζι της κουζίνας να διαβάσω το Βήμα και το Βημαγκαζίνο. Ένα άρθρο για τη CIA και τις απαγωγές που οργανώνει ανά τον κόσμο (έτσι για τη συνωμοσιολογία του πράγματος), ένα για τα διαπλεκόμενα στην Oλυμπιακή Eπιτροπή (απλά και μόνο λόγω του αρθρογράφου του), ένα για το κέρδος που έχει η Ελλάδα και η Γερμανία για να μπει η Τουρκία στην Ε.Ε. (δεν με έπεισε), ένα σχετικά άδιαφορο για τη μη κερδοσκοπική πλευρά που πρέπει να έχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια (το βρήκα αδύναμο σε επιχειρήματα), ένα για τους μοριακούς υπολογιστές (που μου φάνηκε πετυχημένα εκλαϊκευμένο). Μετά κάθησα να δουλέψω λίγο για την εταιρία και έπειτα φάγαμε όλοι μαζί. Διάβασα τους Όρνιθες του Αριστοφάνη (σε κόμιξ) και έπαιξα World of Warcraft. Περιφέρθηκα στο Ashenvale στην αρχή και μετά με 3 άλλους μπήκα στα Blackfathom Deeps - όπου κάπου στα βαθιά τους συνάντησα το περίπου άδοξο τέλος μου. Εν τω μεταξύ, πίσω στην πραγματική ζωή, ξέσπασε και η καλοκαιρινή καταιγίδα: οι καρέκλες και τα ρούχα μπήκαν εσπευσμένα μέσα και η ανοιγμένη τέντα κοπανιόταν με μανία. Ταυτόχρονα άκουγα (και μύριζα) την υπέροχη Άγρια Χλόη για πρώτη φορά. Παρόλα αυτά, μέχρι και εκείνη τη στιγμή είχα το συναίσθημα της ικανοποίησης για το πως περνούσε η μέρα.
Ακολούθησε ταξίδι προς το κέντρο και μπλα μπλα στο αμάξι. Στη ταινία του Γκοντάρ μια Γαλλίδα δε χαμογέλασε παρά μια φορά και αυτό έδωσε μια θλίψη σε όλο το βράδυ. Κάτι αυτό, κάτι η υπερβολική βαρύτητα και δυσκολία του έργου, είπαμε να μη ξαναδούμε Γκοντάρ (οκ, εγώ μπορεί και να ξαναδώ) και πρότεινα να πάμε κάπου να φάμε ενώ προσπάθησα να κσεχάσω. Η πρώτη επιλογή ήταν κλειστή - προς έκπληξη μου - και η δεύτερη μας έφερε στα Εξάρχεια. Βαριεστημένα γυρίσαμε σπίτι μετά. Και αύριο το πρωινό ξύπνημα είναι πάλι νωρίς.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home