Ρυθμοί μυθοποίησης, απομυθοποίησεις
Έχω τελειώσει από την εφορία και ανεβαίνω στο 140, ξενερωμένος, αλλά ανακουφισμένος που είχα ξεμπερδέψει. Κάθομαι σε μια από τις λίγες κενές θέσεις, σε αυτές που κοιτάζεις τα όσα αφήνει το λεωφορείο πίσω του.
Μου λες πως η αγάπη μένει
πως το αίσθημα δε σβήνει
δε σβήνει έτσι απλά,
ότι αλλιώς είναι όλα μια ψευτιά.
Στο εγγύς οπτικό μου πεδίο κείτεται μια εντυπωσιακή μελαχρινή με μακρύ γυαλιστερό μαλλί και μεγάλα έντονα βαμμένα μάτια. Η κοπέλα εξέπεμπε το ναρκισσιστικό "είμαι μια κουκλάρα και το ξέρω", αλλά επειδή μου την λένε ορισμένες για τις απόψεις μου, είπα σκάσε και απόλαυσε διακριτικά τη θέα.
Αλλά εμένα φιλενάδα
τι με νοιάζει;
Τι με νοιάζει;
Εμένα μου αρέσει το αγιάζι.
Έβγαλα λοιπόν το ελαφρύ μου ανάγνωσμα των 800 σελίδων από την τσάντα, έβαλα τα ακουστικά μου και πού και πού τσέκαρα τη θεά.
Μου λες πως η ζωή θα δείξει
πως η ζωή θα μας φέρει,
θα μας φέρει ξανά κοντά
ότι έτσι τα ονειρεύτηκες μια βραδιά.
Την τσέκαρα να δυσανασχετεί με το βήχα μιας ηλικιωμένης, να κλείνει τα μάτια για να αποφύγει την όψη των κοινών θνητών γύρω της, την είδα να σηκώνει το κινητό της, το player μπήκε σε pause και εκεί δικαιώθηκα. Ναι, η φωνή αντιστοιχούσε σε αυτή ενός ξινισμένου τσόκαρου, όσα της έδωσε η φύση σε όψη της τα στέρησε σε χαρακτήρα.
Αλλά εμένα φιλενάδα
τι με νοιάζει;
Τι με νοιάζει;
Εμένα μου αρέσει το "αλλάζει".
Όπως κατέβηκε από το βάθρο της μυθικής της υπόστασης, κατέβηκε και από το λεωφορείο. Το λίκνισμα των γοφών της προσέλκυσε το βλέμμα τρελών και μισότρελων αρσενικών, αλλά εμένα μου φαινότανε αστείο, την είχα υποβιβάσει σε αγουρίδα.
Εμένα μου αρέσει η ζαβολιά.