Ανάκαλυψα λοιπόν κι εγώ κάποια στιγμή ότι έχω δύο ανίψια τα οποία δε τα έχω δει καθόλου (αχ η ξενιτιά, τζιβαέρι μου). Τα μικρά είναι δίδυμα ετών 4 και με φράσεις όπως 'αγγελούδια', 'τα καμάρια των γονιών τους' και λοιπούς επιθετικούς προσδιορισμούς όλους να τους ταιριάζουν. Αυτά σύμφωνα με τις φήμες που είχα ακούσει πριν πάω να τα δω αυτό το Σαβ/κο στην Μεγ/λη Πελοποννήσου. Όταν έφτασα κι αφού ξεπεράσαμε την αμηχανία της πρώτης στιγμής (σε δευτερόλεπτα - φταίει η ηλικία τους μάλλον) απέσπασα και το πρώτο κοπλιμέντο από το ένα από τα δύο:
- (Η ξαδέρφη μου δείχνοντας εμένα): Ξέρεις ποιος είναι αυτός, Κ.;
- (Ο Κ. με εντελώς γουρλωμένα μάτια καρφωμένα λίγο πίσω από τα μάγουλά μου): ... (ντροπές)
- (ξ.): Αυτός είναι ο θείος ο Δ.
- (Κ.): Μα αυτός είναι κορίτσι!
- (Δ.): ... (Συννεφάκι με σκέψεις του στιλ 'Τι να του πεις να μη το πληγώσεις τώρα;')
Που και να με έβλεπε δηλαδή και με ακόμα πιο μακριά μαλλιά...
Τα δύο μικρά παίζαν συχνά και με το ελαφρώς (κατά 2-3 χρόνια) μεγαλύτερο τους ξαδερφάκι με το οποίο φαίνεται να διασκεδάζουν πολύ, να εκτονώνονται ακόμα περισσότερο αλλά και να ανακύπτουν όλων των ειδών οι (ειρηνικές γενικά) ζήλιες και ξεσυνερίσματα. Το παιχνίδι το Σάββατο το απόγευμα λοιπόν λεγόταν 'χτίζω σπίτι με τα μαξιλάρια που έχω κυριολεκτικά ξηλώσει από τον καναπέ' καθώς επίσης και 'τρέχω πάνω κάτω χωρίς κανένα προφανή λόγο', 'το μαξιλαροσπίτι γκρεμίστηκε μόνο του οπότε πρέπει να το ξαναχτίσω', 'γκρεμίζω και ξαναχτίζω το μαξιλαροσπίτι χωρίς κανένα προφανή λόγο', 'βάζω φως (πορτατίφ του σαλονιού) στη νεά βελτιωμένη έκδοση του μαξιλαροσπιτιού', 'μπαινοβγαίνω στο μαξιλαροσπίτι χωρίς κανένα προφανή λόγο', 'κοιμάμαι στο μαξιλαροσπίτι (αφού έχω σβήσει το φως του σαλονιού - νύχτωσε)' 'ουρλιάζω μέσα από το μαξιλαροσπίτι χωρίς κανένα προφανή λόγο' κλπ κλπ. Σε ένα από αυτά τα μπες-βγες, γκρέμισε-χτίσε ο μεγάλος εκ των τριών αποφασίζει ότι το (παρόν) μαξιλαροσπίτι είναι πολύ μικρό και για τους τρεις τους ("this town ain't big enough for both of us") και απαγορεύει την είσοδο στους υπόλοιπους.
- (Κ.): Θέλω να μπω! (ήδη στην τσίτα από το παιχνίδι)
- (Ν., ο μεγάλος): Δε σ' αφήνω! (άλλο τόσο)
(Τραβιέται η προσοχή των μεγάλων...)
- (Κ.): Θέλω να μπω, σου λέεεωωωωωωωω!
- (Ν.): Όχι!
(Η γιαγιά έχει πλησιάσει επιφυλακτικά να χωρίσει τους γειτονικούς λαούς από την επερχόμενη πυρηνική σύρραξη)
- (Κ.): Θέλω να μπω, γαμώ την Παναγία σου!
Ο ήχος του φαγητού στο σαλόνι σταματάει, όλοι στρίβουμε προς τα παιδιά, ακόμα και η Χουκλή στην τηλεόραση κάνει παύση για μια στιγμή και ρίχνει ένα βλέμμα ώσπου η γιαγιά λύνεται στα γέλια μαζί με όλους εμάς καθώς απομακρύνει έναν εκ των δύο ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να τον νουθετήσει...
Τέλος, Δευτέρα σήμερα η μέρα της επιστροφής μας και του αποχωρισμού, πάμε να τα χαιρετήσουμε στο προνήπιο όπου (βολικά) δουλεύει και η ξαδέρφη μου. Η τελευταία τα βγάζει έξω και τρέχουν να μας αγκαλιάσουν γεμάτα χαρά που μας βλέπουν, ο Κ. επιμένει ακόμα ότι είμαι κορίτσι (αν και πρέπει να τον έπεισα προς το τέλος και να μας δουλεύει όλους πια) και γενικά διαδραματίζονται στιγμές οικογενειακής ευτυχίας. Χαιρετιόμαστε και φεύγουμε προς το αμάξι ενώ από πίσω μου πιάνω την εξής στιχομυθία:
- (Θ., ο τρίτος): Που πάνε;
- (ξ.): Φεύγουν, γυρνάνε στην Αθήνα.
- (Θ., γεμάτος απορία): Αφού ήρθανε, γιατί ξαναφεύγουν;
Ιδού η απορία, Θ. Ιδού η απορία...