Monday, February 28, 2005

Διανυσματική πρόσθεση

  • O φίλος μου ο Ν. λέει ότι ο άνθρωπος που δεν έχει φιλοδοξία είναι ζώο (για αυτό ο Ν. είναι δεξιός).

  • Ο ταξιτζής στο ταξί που πήρα χτες ήταν νταλικιέρης παλιότερα και είπε πως στη Τσεχία κάποια του πρότεινε να πάνε μαζί του η ίδια και η μάνα της και ως αντάλλαγμα του ζήτησαν ένα πακέτο τσιγάρα.

  • Πήγα το Σάββατο και στον ΚάτωΚόσμο και μου άρεσε αρκετά ως πολύ (κι ας κατάφερα να χάσω τα εγκαίνια την προηγούμενη). Με βλέπω να συχνάζω.

  • Πριν λίγο γύρισα από τη θεατρική παράσταση "Κεκλεισμένων των θυρών" του Σαρτρ (το συστήνω) όπου διαδραματίστηκε μπροστά μου η ιδέα ότι "η Κόλαση είναι οι άλλοι".
Υπάρχει μια τεθλασμένη γραμμή (καθόλου σα μονοπάτι χαρούμενης ηλιαχτίδας ή τροχιά υποθετικής σφαίρας) που ξεκινάει από εμένα και ενώνει τα τέσσερα παραπάνω σημεία. Και μετά (όπως έκλεισε και η παράσταση), "συνεχίζουμε..."

Thursday, February 24, 2005

Μέγ/λη ΙΙ

Κυριακή και η πόλη έχει αγώνα. Ή μάλλον αγώνες. Ένα πανελλήνιο πρωτάθλημα δρόμου ή κάτι τέτοιο θα λάβει μέρος καιρού επιτρέποντος. Παρόλο που εγώ δε το θυμάμαι μου λένε ότι όποτε έχουμε έρθει εδώ βρέχει και μάλλον κάτι τέτοιο θα γίνει και σήμερα. Για την ώρα τα σύννεφα είναι λίγα. Όπως και να έχει ετοιμαζόμαστε με την ξαδέρφη και τους τρεις τρόμους να παρακολουθήσουμε το συμβάν - πρέπει να έχουν ερεθίσματα κι από αθλητισμό τα παιδιά άλλωστε. Ο σχηματισμός μας είναι μικρό-εγώ-μικρό-ξαδέρφη-μικρό πιασμένοι χέρι-χέρι που εγγυάται αυξημένο έλεγχο. Έξω, οι δρόμοι έχουν κλειστεί καταλλήλως για να οριστεί η διαδρομή. Στην κεντρική πλατεία όπου βρίσκεται η εκκίνηση έχει μαζευτεί κάποιος κόσμος - η ξαδέρφη μου λέει ότι είναι λίγοι. Μια κυρία με μικρόφωνο κάνει περιγραφή, αναγγέλει το πρόγραμμα, τους αθλητές και τα αγωνίσματα. Πότε-πότε πετάει και κάποιο κουτσομπολιό αν ο αθλητής τυχαίνει να είναι ντόπιος. Η ώρα περνάει με τα μικρά να αλωνίζουν στην πλατεία και να μαζεύονται στη γραμμή εκκίνησης όποτε κάποιος αγώνας ξεκινάει ή τελειώνει. Όταν έρθει η στιγμή της απονομής των βραβείων, ξεκινάει η όξινη βροχή (μια ευγενική προσφορά του διπλανού εργοστάσιου) και η τελετή μεταφέρεται σε κεντρικό εστιατόριο (!).

Εμεις, αποφασίζουμε να παμε για καφέ και αφού γίνουμε εντελώς μούσκεμα μέχρι να φτάσουμε στο αμάξι βρισκόμαστε να αντιμετωπίζουμε την ούτως ή άλλως χαοτική κίνηση των βρεγμένων δρόμων. Προορισμός το Σ. όπως και χτες. Απλωνόμαστε σε ένα τραπέζι και παραγγέλνουμε - σοκολάτες (μισές) για τα μικρά και καφέδες για μας. Μας έχει ακολουθήσει και η νύφη της ξαδέρφης μου με το δικό της εξάχρονο - τον οποίο πιάνω να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα παραπάνω από μια φορά - και μου το επιβεβαιώνει και η μητέρα του. Εντελώς εξωγήινος πρέπει να του φαίνομαι. Μετά τη σοκολάτα τους τα μικρά σχεδόν αυτοεξοστρακίζονται (προς μεγάλη χαρά μας και των φλυτζανιών καφέ που μάλλον θα επιβιώσουν τελικά των φρενήρων κινήσεων τους) σε δύο διπλανά τραπέζια με ένα τάβλι ανά ζευγάρι. Κάποια στιγμή η κοπέλα που δουλεύει στο μπαρ (κάτι που έχει διαφορά εν προκειμένω από την μπαργούμαν) μου κάνει νόημα ότι ένας εκ των τεσσάρων δοκιμάζει τη γεύση έχουν τα ζάρια (αυτό θα πεί καθήλωση στο στοματικό στάδιο)... Φτου κακό, δε το τρώμε το ζάρι και είτε λόγω της παραίνεσης είτε λόγω (έλλειψης) γεύσης σταματάει αμέσως. Τυχεροί οι επόμενοι ταβλαδόροι. Λίγο αργότερα έχουν τραβήξει την προσοχή δύο συνομήλικων κοριτσιών που τους κοιτάνε ντροπαλά - όλα σε τάξη δηλαδή.

Κατά το μεσημέρι γυρνάμε σπίτι για μεσημεριανό. Ευτυχώς τα μικρά πάνε στης μητέρας τους και μετά το φαγητό μπορώ να κοιμηθώ λιγάκι. Αν και δε το συνηθίζω να κοιμάμαι το μεσημέρι, ο ρυθμός εδώ σχεδόν το επιβάλλει. Τουλάχιστον δύο ώρες αργότερα ξυπνάω και φυλλομετράω τις κυριακάτικες. Ο ξάδερφος με τραβάει από το μανίκι για καφέ. Κάπως ανόρεχτα (σχεδόν πάντα έτσι είμαι αρκετή ώρα αφού ξυπνήσω το μεσημέρι) πάω. Το D. (special edition λέει η ταμπέλα) είναι ακόμα πιο καλαίσθητο από το προηγούμενο καφέ. Μινιμάλ αισθητική απαλά χρώματα, ζεστασιά και έχει και λευκή σοκολάτα. Τι άλλο θες; Θα έλεγα λίγο νεολαία αλλά σύντομα προσέχω ότι δε λείπει - απλά συνυπάρχει με (σχεδόν όλες) τις υπόλοιπες ηλικίες. Κάτι να κινείται τελοσπάντων. Εντύπωση μου έκανε επίσης το έθιμο σύμφωνα με το οποίο αν κάποιος κάτσει στο τραπέζι σου είσαι εσύ πρέπει να τον κεράσεις. Αντίστοιχα κι εσύ δεν πληρώνεις τίποτα αν συναντήσεις κάποιον γνωστό και κάτσεις στο τραπέζι του. Με δεδομένο όμως ότι όλοι ξέρουν τους πάντες τουλάχιστον ένα από τα δύο είναι σίγουρο ότι θα συμβεί. Επίσης, εννοείται ότι ένας φιλοξενούμενος (σαν κι εμένα) είναι αδύνατο να πληρώσει για οτιδήποτε. Από την άλλη, το ακριβότερο κοκτέιλ έχει 4.5 έψιλον...

Κανά δυο ώρες μετά γυρίζουμε για φαγητό. Δε πεινάω τρελλά αλλά τρώω περίπου δύο πιάτα ούτως ή άλλως. Είτε επειδή όλα είναι πολύ νόστιμα είτε επειδή έχει ανάψει η κουβέντα για τους παπάδες και τους δικαστικοί η ώρα περνάει γρήγορα. Όλοι έχουμε να πουν κάτι για την ιστορία του παιδιού του γείτονα ο οποίος 17 χρονών κλείστηκε σε μοναστήρι και όταν λίγα χρόνια αργότερα τον είδαν πάλι στη πόλη ήταν ο μισός και μετά από λίγο αρρώστησε και πολύ γρήγορα πέθανε και δεν αφήσαν τους δικούς του να τον δουν στο νοσοκομείο και στην κηδεία ήταν καλυμμένο όλο το σώμα του εκτός από το πρόσωπο του πράγμα που μάλλον σημαίνει ότι είχε AIDS που μπορεί να το είχε κολλήσει από τα όργια που γίνονταν στο μοναστήρι και μνήστητι μου κύριε. Υπάρχει βέβαια και η ιστορία για τον τάδε 'μοναχό' που ήταν παρατρεχάμενος του ηγούμενου στο τοπικό μοναστήρι και κυκλοφορούσε με τζιπ και τον έβλεπες συχνά ανάμεσα σε κοσμικούς καθώς και η ιστορία ενός άλλου κοντινού μοναστηριού όπου ανάμεσα σε 5 καλόγριες ζει και ένα 55άχρονος και αναρωτιέσαι τι κάνει εκει - σκαλίζει τον κήπο μήπως; Γέλια... Το βράδυ κλείνει με μια παραδοσιακή παρτίδα μπιρίμπας και ύπνο - γιατί έχουμε και ταξίδι την άλλη μέρα.

Όταν πέφτω να κοιμηθώ και την επομένη στο ταξίδι σκέφτομαι το όλο διήμερο. Η κύρια αιτία που νιώθω να με καταπιέζει και να με διώχνει το μέρος είναι η έλλειψη ελευθερίας που πηγάζει από τους σαφείς κανόνες της κοινωνίας εκεί. Από το έθιμο του κεράσματος ως τους αργούς ρυθμούς (συγκριτικά με την πόλη) και από την νομοτέλεια του ο καθένας γνωρίζει τον άλλο αλλά και σχεδόν κάθε κίνηση του. Είτε αυτή γίνεται στη βραδυνή έξοδο είτε στη μεσημεριάτικη βόλτα. Επίσης διακρίνω - όχι βασιζόμενος στη Μέγ/λη - ότι όλοι κινούνται βάσει ενος προκαθορισμένου σεναρίου ως επί το πλείστον. Πρώτα θα μεγαλώσεις και ο ρόλος σου είναι συγκεκριμένος όσο είσαι παιδί. Μετά σχολείο και μετά εύρεση δουλειάς. Και δουλειά. Και ψυχαγωγεία έτσι και έτσι και έτσι: καφέδες στην πλατεία και εξόδοι τα Σαβ/κα, συχνότερα εντός των τοιχών, σπανιότερα στις μεγαλύτερες διπλανές πόλεις, πότε πότε σε πανηγύρια. Κάπου στα εικοσικάτι (ή και πιο πολύ αν είσαι αγόρι) κοιτάς να παντρευτείς (σχεδον για) να κάνεις παιδιά. Βρίσκεις έτερον ήμισυ, παντρεύεσαι, κάνεις παιδιά. Μεγαλώνεις τα παιδιά. Σαφής και εκεί ο ρόλος σου με λίγες δυνατότητες παραλλαγής (αν και τελευταία μου λένε ότι τα διαζύγια πληθαίνουν - ακόμα και εδώ). Γερνάς και σχεδόν αυτό είναι. Ο κύκλος έκλεισε και πάλι από την αρχή. Όλα αυτά μου φαντάζουν κάπως θλιμμένα - και έχω την εντύπωση (ψευδαίσθηση ίσως) ότι εδώ Αθήνα υπάρχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Και επιλογών.

Είναι και αυτό. Τα ερεθίσματα. Σκέφτομαι όλον αυτόν τον κόσμο που περνάει τον καιρό του κάνοντας τι; Δουλεύοντας ναι και πίνοντας και χορεύοντας σε μπαρ και πανυγήρια. Κάποιος μπορεί να ασχοληθεί με τα κοινά ή με ένα σπορ. Αλλά σπάνια μπαίνει κάτι καινούριο στο οπτικό του πεδίο. Έτσι διασθάνομαι. Ακόμα και η τηλεόραση (ένα κατεξοχήν παράθυρο για το 'κάτι άλλο') νομίζω απλά αναπαράγει ότι έχουν στο νου τους ούτως ή άλλως - αν όχι κάτι πιο γκλάμορους στο οποίο πρέπει να σκοπεύσουν. Και φυσικά αυτό το κλειστό σύστημα γίνεται λίγο πολύ απολύτως αποδεκτό από τους κατοίκους της κωμοπόλης - είναι το γνώριμο οικοσύστημα τους. Είναι μέσα του και ακόμα και αν αντιληφθούν την ύπαρξη κάτι άλλου εκτός του, είναι δύσκολο να επηρεαστούν ουσιαστικά - τόσο δηλαδή που να αλλάξει κάπως η ζωή τους. Δεν εννοώ δηλαδή απλά να μάθουν ένα κομμάτι τρίβια για το 'εκεί έξω', για το 'κάπου αλλού'.

Και φσκα το άλμα από την κωμόπολη στην πόλη είναι μικρό και εύκολο. Τα ίδια ισχύουν και για μένα σύμφωνα με ένα Λονδρέζο ή ένα Νεουορκέζο. Και αυτό είναι ελαφρώς τρομακτικό.

Μέγ/λη

Μέγ/λη λοιπόν. Τις περισσότερες φορές που είχα πάει εκεί στο παρελθόν ήταν σε αρκετά μικρότερη ηλικία - συνήθως για τις διακοπές του Πάσχα. Έχω μια θεία και ξαδέρφια εκεί και ήταν ότι πρέπει για εξόδους Σαββατοκύριακου. Παρόλα αυτά γενικά την έχω συνδέσει με αδιάφορες εντυπώσεις. Με άλλα λόγια, βαριόμουν. Από τη μία ήταν οι δαιδαλώδεις στροφές για να φτάσει κανείς εκεί. Τόσο το κομμάτι πριν όσο και αυτό μετά την Τρίπολη με έκαναν να μην απολαμβάνω το ταξίδι καθόλου αλλά και να φτάνω με μια διάθεση 'χωρίς πόδια'. Όντας εκεί το οικογενειακό περιβάλλον ήταν ζεστό και οι συγγενείς πολύ φιλόξενοι. Από την άλλη όμως, τα ξαδέρφια μου φαίνονταν πάντα ακριβώς τόσο μεγαλύτερα που να μην υπάρχει επαφή (αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνο θέμα ηλικίας). Επίσης, οι υπόλοιποι που συναντούσα ή γνώριζα εκεί διακρίνονταν από μια ακαθόριστη (ειδικά τότε) αίσθηση μονολιθικότητας και 'αγριοσύνης' παρόμοια με (αλλά ταυτόχρονα και κάπως κατώτερης, πιο νεόπλουτης πχοιότητας από) αυτή που συναντούσα στη Κρήτη μόνο. Τέλος, το φαγητό (ειδικά τότε) ήταν ικανό να με διασκεδάσει πολύ λιγότερο από ότι τώρα. Όλα αυτά δεν άφηναν πολλά περιθώρια για ευχαρίστηση - με ευχαρίστηση που να μην έχει να κάνει με το να διαβάζω βιβλία μόνος μου, για παράδειγμα.

Τι άλλαξε έκτοτε; Καταρχήν, ελαχιστοποιήθηκαν οι στροφές - και πλέον οδηγώ εγώ και συνήθως βλέπω το δρόμο με προσμονή άρα ξεκινάμε σωστά. Τα ξαδέρφια μου μου φαίνονται πιο κοντινά μιας και οι ηλικιακές διαφορές φαντάζουν μικρότερες πλέον. Οι συγγενείς εκεί παραμένουν παραδόξως πολύ οικείοι παρά την εξ αποστάσεως σχέση - σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις. Ίσως και να οφείλονται όλα αυτά (στο μυαλό μου) σε διάφορα προβλήματα υγείας και σχέσεων που πέρασαν εκεί. Αυτά μάλλον θέτουν τη συμπόνοια ως θεμέλιο για περαιτέρω 'εξέλιξη' της συγγενικής σχέσης μας. Φαντάζομαι σε όλα αυτά συμβάλλει και η δικιά μου ωριμότητα που συνοδεύεται από διάθεση για εγγύτητα - καθώς και, κατά πολύ, οι 'νέες αφίξεις'.

Όταν φτάσαμε, το πρώτο πράγμα μετά τις υποδοχές και τους εναγκαλισμούς ήταν φσκα το φαγητό. Η θεία είχε κάνει γύρω στα 85 διαφορετικά φαγητά και στα 12 γλυκά - χώρια από το κρέας στo τζάκι. Ή τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται τώρα που θυμάμαι όλο το Σαββατοκύριακο μαζί. Μετά από την απαραίτητη σιέστα, ήρθαν οι διαβόλοι - και οι τρεις τους. Ακολούθησαν συστάσεις και ύστερα παιχνίδι για πολλές ώρες μέχρι να θυμηθώ πόσο θόρυβο και κινητικότητα κρύβουν τα μικρά. Διαβάσαμε τα νέα τους βιβλία - να τα ζωάκια, να οι αριθμοί, διάβασε μου το παραμύθι, ξαναμετράμε τα ζωάκια, πάμε άλλη μία το παραμύθι (που απέξω τα ξέρανε ούτως ή άλλως). Έλα να παίξουμε με τις σερπαντίνες και τον αφρό (έχουμε κι αποκριές σύντομα), σήκωσε με ψηλά, θα σκαρφαλώσω πάνω σου, θα σου πεταχτώ κάτω από το τραπέζι κλπ κλπ. Πέσανε μερικές ψιλές (μεταξύ τους), ξαναφιλιώσανε, μετά βαριά λόγια, ξαναφιλιώσανε (με την μεσολάβηση των απανταχού θείων, γιαγιάδων και παππούδων - ένας τη φορά) και κάπως έτσι πέρασε το απόγευμα. Μέχρι που ήρθε η ώρα... για φαγητό πάλι. Μπλα, μπλα και επιπλέον ανακάλυψα το υπέροχο κρασί του θείου μου - έξι ποτήρια στο πολύ εύκολο.

Κατά τις 11:00 η κραιπάλη είχε τελειώσει και μιας και τα μικρά ήταν προ πολλού στα κρεβάτια τους (αν και όχι εντελώς κοιμισμένα ακόμα...) ήταν ώρα να 'διασκεδαστώ' με (ή από) τον ξάδερφο μου - δλδ. να γνωρίσω τη νυχτερινή ζωή της πόλης. Πρώτη στάση το Σ. ένα γωνιακό καφέ-μπαρ με γυάλινους τοίχους σε απόσταση 5' με το αμάξι (το οποίο φυσικά και παίρνουμε) που δεν έχει πολλά να ζηλέψει από τα αντίστοιχα μέρη στο Κολωνάκι για παράδειγμα. Όσον αφορά τη διακόσμηση τουλάχιστον. Άντε και τη μουσική, η οποία έρρεπε προς τον ελληνικό στίχο όμως - πράγμα μάλλον αναμενόμενο. Γιατί κατά τα άλλα μου φάνηκε μάλλον 'στατικό'. Η φυσική ολιγομιλητικότητα του ξαδερφού μου μόνο που τονίζε αυτό. Ομάδες ατόμων (από δύο ως πέντε ή περισσότεροι) κάθονταν γύρω από τραπέζια και μιλούσαν ή δεν έκαναν τίποτα. Σαν να περίμεναν. Όλοι φαίνονται να γνωρίζονται μεταξύ τους - πράγμα επίσης πολύ αναμενόμενο. Στους τοίχους τηλεοράσεις παίζαν κάποια κανάλια μόδας με πολλές πασαρέλες και μοντέλα να συνεντευξιάζονται. Ο σερβιτόρος είχε μια από αυτές τις συσκευές ασύρματης παραγγελίας - πράγμα που με εξέπληξε ελαφρώς. Αργότερα μας βρήκαν η ξαδέρφη μου με τον άντρα της - και πιάσαμε την κουβέντα με την πρώτη. Κατά διαστήματα κοιτάζα δεξιά-αριστερά - αλλά δεν έβλεπα τίποτα.

Κατά τις 2 παρά φεύγουμε για 'της Μαρίνας'. Είναι ίσως ένα από τα πιο 'καλτ' μαγαζιά που έχω πάει - και όμως ίσα που είναι ιστολογίσιμο. Βρίσκεται σε κεντρικό δρόμο της πόλης και ανεβαίνεις στον πρώτο όροφο για να μπεις στη μοναδική αλλά καθόλου μονοκόμματη αίθουσα του. Μέσα το ντεκόρ θυμίζει εσωτερικό κατεστραμμένου πλοίου που έχει προσαράξει σε κάποιο μεγάλο λιμάνι και απλώς περιμένει τη σκουριά. Είμαι σίγουρος ότι ακόμα και στον εδώ κόσμο θα φαντάζει κάπως έτσι μετά το x-οστό ποτό όπου όλα αρχίζουν να κουνάνε κάπως ούτως ή άλλως. Εκεί πάμε μόνο με τον ξάδερφο μου - 'για να μείνουν μόνοι τους οι άντρες' όπως έμαθα αργότερα... Αυτός χαιρετάει κάποιο κόσμο και ζητάει μερικά τσιγάρα (δε πολυκαπνίζει) καθώς στεκόμαστε στη μπάρα. Το μέρος μου φαίνεται ότι είναι αρκετά γεμάτο (άντρες κυρίως - τι έκπληξη) και στην άλλη άκρη του δωματίου παίζει η ορχήστρα. Η τύπισσα με το μικρόφωνο περιδιαβαίνει στο πλήθος (όσο φτάνει το καλώδιο) το οποίο δε τρελαίνεται κι από το κέφι. Ανταλάσσουμε μερικές κουβέντες με τον ξάδερφο. Ένα ποτό μετά και έχοντας απορροφήσει όση νυχτερινή Μέγ/λη γίνεται, φεύγουμε.

(συνεχίζεται)

Tuesday, February 22, 2005

Αναγνωστικό Α΄ δημοτικού





Κάποιοι στον ΟΕΔΒ πρέπει να ρίξανε τρελλά γέλια καθώς το γράφανε αυτό περίπου 30 χρόνια πριν.

Ναι, τα βιβλία από όπου μαθαίνουν τώρα 'τα δικά μας παιδιά' τα εντελώς βασικά είναι ακριβώς τα ίδια με αυτά από τα οποία μάθαμε εμείς - 25 χρόνια πριν. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι δραχμές γίναν ευρώ (εντυπωσιακό!). Κατά τα άλλα, χρωματιστά, εύγλωττα σκίτσα αλλά και φωτογραφίες από τη δεκαετία του 70 με κοντά σορτσάκια, μεγάλους γιακάδες και παράξενα μεγάλα γυαλιά - ίου... Επίσης, εικόνες πυρηνικής οικογένειας, σχολικής προσευχής και ορθοδοξίας (...), αεροσκάφη που πετάνε σε σχηματισμό ΟΧΙ, τι να κάνουμε στην αίθουσα, πως περνάμε το δρόμο και λοιποί καθωσπρεπισμοί.

Monday, February 21, 2005

Τα ανίψια μου

Ανάκαλυψα λοιπόν κι εγώ κάποια στιγμή ότι έχω δύο ανίψια τα οποία δε τα έχω δει καθόλου (αχ η ξενιτιά, τζιβαέρι μου). Τα μικρά είναι δίδυμα ετών 4 και με φράσεις όπως 'αγγελούδια', 'τα καμάρια των γονιών τους' και λοιπούς επιθετικούς προσδιορισμούς όλους να τους ταιριάζουν. Αυτά σύμφωνα με τις φήμες που είχα ακούσει πριν πάω να τα δω αυτό το Σαβ/κο στην Μεγ/λη Πελοποννήσου. Όταν έφτασα κι αφού ξεπεράσαμε την αμηχανία της πρώτης στιγμής (σε δευτερόλεπτα - φταίει η ηλικία τους μάλλον) απέσπασα και το πρώτο κοπλιμέντο από το ένα από τα δύο:

- (Η ξαδέρφη μου δείχνοντας εμένα): Ξέρεις ποιος είναι αυτός, Κ.;
- (Ο Κ. με εντελώς γουρλωμένα μάτια καρφωμένα λίγο πίσω από τα μάγουλά μου): ... (ντροπές)
- (ξ.): Αυτός είναι ο θείος ο Δ.
- (Κ.): Μα αυτός είναι κορίτσι!
- (Δ.): ... (Συννεφάκι με σκέψεις του στιλ 'Τι να του πεις να μη το πληγώσεις τώρα;')

Που και να με έβλεπε δηλαδή και με ακόμα πιο μακριά μαλλιά...

Τα δύο μικρά παίζαν συχνά και με το ελαφρώς (κατά 2-3 χρόνια) μεγαλύτερο τους ξαδερφάκι με το οποίο φαίνεται να διασκεδάζουν πολύ, να εκτονώνονται ακόμα περισσότερο αλλά και να ανακύπτουν όλων των ειδών οι (ειρηνικές γενικά) ζήλιες και ξεσυνερίσματα. Το παιχνίδι το Σάββατο το απόγευμα λοιπόν λεγόταν 'χτίζω σπίτι με τα μαξιλάρια που έχω κυριολεκτικά ξηλώσει από τον καναπέ' καθώς επίσης και 'τρέχω πάνω κάτω χωρίς κανένα προφανή λόγο', 'το μαξιλαροσπίτι γκρεμίστηκε μόνο του οπότε πρέπει να το ξαναχτίσω', 'γκρεμίζω και ξαναχτίζω το μαξιλαροσπίτι χωρίς κανένα προφανή λόγο', 'βάζω φως (πορτατίφ του σαλονιού) στη νεά βελτιωμένη έκδοση του μαξιλαροσπιτιού', 'μπαινοβγαίνω στο μαξιλαροσπίτι χωρίς κανένα προφανή λόγο', 'κοιμάμαι στο μαξιλαροσπίτι (αφού έχω σβήσει το φως του σαλονιού - νύχτωσε)' 'ουρλιάζω μέσα από το μαξιλαροσπίτι χωρίς κανένα προφανή λόγο' κλπ κλπ. Σε ένα από αυτά τα μπες-βγες, γκρέμισε-χτίσε ο μεγάλος εκ των τριών αποφασίζει ότι το (παρόν) μαξιλαροσπίτι είναι πολύ μικρό και για τους τρεις τους ("this town ain't big enough for both of us") και απαγορεύει την είσοδο στους υπόλοιπους.

- (Κ.): Θέλω να μπω! (ήδη στην τσίτα από το παιχνίδι)
- (Ν., ο μεγάλος): Δε σ' αφήνω! (άλλο τόσο)
(Τραβιέται η προσοχή των μεγάλων...)
- (Κ.): Θέλω να μπω, σου λέεεωωωωωωωω!
- (Ν.): Όχι!
(Η γιαγιά έχει πλησιάσει επιφυλακτικά να χωρίσει τους γειτονικούς λαούς από την επερχόμενη πυρηνική σύρραξη)
- (Κ.): Θέλω να μπω, γαμώ την Παναγία σου!

Ο ήχος του φαγητού στο σαλόνι σταματάει, όλοι στρίβουμε προς τα παιδιά, ακόμα και η Χουκλή στην τηλεόραση κάνει παύση για μια στιγμή και ρίχνει ένα βλέμμα ώσπου η γιαγιά λύνεται στα γέλια μαζί με όλους εμάς καθώς απομακρύνει έναν εκ των δύο ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να τον νουθετήσει...

Τέλος, Δευτέρα σήμερα η μέρα της επιστροφής μας και του αποχωρισμού, πάμε να τα χαιρετήσουμε στο προνήπιο όπου (βολικά) δουλεύει και η ξαδέρφη μου. Η τελευταία τα βγάζει έξω και τρέχουν να μας αγκαλιάσουν γεμάτα χαρά που μας βλέπουν, ο Κ. επιμένει ακόμα ότι είμαι κορίτσι (αν και πρέπει να τον έπεισα προς το τέλος και να μας δουλεύει όλους πια) και γενικά διαδραματίζονται στιγμές οικογενειακής ευτυχίας. Χαιρετιόμαστε και φεύγουμε προς το αμάξι ενώ από πίσω μου πιάνω την εξής στιχομυθία:

- (Θ., ο τρίτος): Που πάνε;
- (ξ.): Φεύγουν, γυρνάνε στην Αθήνα.
- (Θ., γεμάτος απορία): Αφού ήρθανε, γιατί ξαναφεύγουν;

Ιδού η απορία, Θ. Ιδού η απορία...

Saturday, February 19, 2005

Ένα ελαφρώς νευρωτικό και καθόλου χριστιανικό* post

Έχω ένα κόλλημα οκ; Δεν μπορώ τις τρύπες στα ρούχα. Και ειδικά στις κάλτσες. Αν μια κάλτσα παρουσιάσει το παραμικρό δείγμα αραιότητας στο ύφασμα της είναι για πέταμα. Όχι για μπάλωμα - γιατί είναι θέμα χρόνου μέχρι να ξανανοίξει η τρύπα. Και αν αυτό γίνει όσο φοράω το συγκεκριμένο ζευγάρι; Καταστροφή! Προτιμώ να φοράω σκέτα παπούτσια παρά κάλτσες με τρύπες.

Παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει και με τα γάντια. Ως τώρα φόραγα κάτι απλά μάλλινα (ή μάλλον πλεκτά) χωρίς ιδιαίτερη επένδυση τα οποία μετά από μερικούς μήνες τραβήγματος ώστε να φορεθούν και να εφαρμόσουν ανάμεσα στα δάκτυλα άρχιζαν να αραιώνουν είτε στην άκρη του μέσου είτε στην καμάρα μεταξύ του δείκτη και του αντίχειρα. Το επιπλέον πρόβλημα με τα γάντια είναι ότι τα θέλω να είναι αρκετά λεπτά ώστε να μπορώ να κάνω κινήσεις με σχετική ακρίβεια όπως το να οδηγάω ή να μιλάω στο κινητό ή να στέλνω μήνυμα φορώντας τα. Αυτό απαγορεύει να έχουν κάτι παραπάνω από ένα μέγιστο πάχος και έτσι "ανοίγουν" εύκολα.

Κάπως έτσι έφτασα να έχω άλλο ένα ζευγάρι άχρηστων για μένα γαντιών και καμία ιδέα του τι να τα κάνω... Οπότε και αποφάσισα να τα δώσω. Έτσι, τα κουβαλούσα μαζί μου για κάποιο καιρό, συνήθως ξεχνώντας τα πεταμένα ένα κουβάρι στην τσάντα μου. Χτες όμως βρέθηκα στο Σύνταγμα και πρόσεξα ότι κάποιος ή κάποια είχε ξαπλώσει πάνω στο παγκάκι στη στάση των λεωφορείων και εν μέσω μουσαμάδων και παλιών ρούχων προσπαθούσε να ζεσταθεί και να κοιμηθεί. Μου έκανε εντύπωση που είχε διαλέξει ίσως το πιο θορυβώδες και πολυσύχναστο μέρος σε όλη την Αττική - ακόμα και όταν η κίνηση πέφτει το βράδυ. Και δεν ήταν σε μια ήρεμη γωνία της πλατείας έστω αλλά πρακτικά είχε ξαπλώσει πάνω στο δρόμο. Τέλοσπάντων, με έναν κάποιο δισταγμό έβγαλα το κουβάρι γάντια από την τσάντα μου και το άφησα πάνω σε έναν από τους μουσαμάδες του. Αναρωτιέμαι πως θα φάνηκε αυτή η κίνηση μου σε κάποιον τρίτο που τυχόν την παρατήρησε εκείνη τη στιγμή...

Μπορεί να μη τα προσέξει το πρωί όταν ξυπνήσει. Ή μπορεί να τα πάρει κάποιος περαστικός. Ή μπορεί να έχει ήδη ένα ζευγάρι και να σνομπάρει τη χειρονομία. Σιγά το πράγμα όπως και να έχει.


*και η δε δεξιά να μη γνωρίζει τι ποιεί η αριστερά

Monday, February 14, 2005

Σταφ

Η χτεσινοβραδινή έξοδος ξεχείλισε στο σημερινό πρωινό. Γύρισα εντελώς κομμάτια, ήδη κάπου στις 19 ώρες ξύπνιος και με τις επιπτώσεις του διπλού εσπρέσο "κιόλας ελαττώμενες ή χαμένες". Παρόλα αυτά δεν άντεξα στον πειρασμό να κοιτάξω μέιλ και τα blogs (όχι με αυτή τη σειρά) - είναι γνωστό άλλωστε ότι τα πιο σημαντικά πράγματα συμβαίνουν Κυριακή... Δε θυμάμαι να βρήκα τίποτα το ενδιαφέρον (ή απλά ότι διάβασα χάθηκε στο μεταίχμιο μεταξύ του ύπνου και της Αγρύπνιας (ακόμα δεν έχω καταφέρει να την ξεκινήσω). Όπως και να έχει έπεσα να κοιμηθώ λίγο πολύ επειδή δεν είχα άλλη επιλογή... Οκτώ ώρες μετά ξύπνησα μόνο για να συνειδητοποιήσω ότι μέσα στη νιρβάνα μου είχα αφήσει τον υπολογιστή συνδεδεμένο στο δίκτυο! Για οκτώ ώρες κανείς δεν είχε σηκώσει τη λάθος τηλεφωνική συσκευή στο σπίτι, η γραμμή δεν είχε πέσει και η σύνδεση με τη Forthnet είχε συνεχιστεί απρόσκοπτα... Η μόνη διαφορά ήταν ότι ο Sharpreader είχε κατεβάσει μερικά νέα και το Seti@Home είχε επεξεργαστεί άλλο ένα πακέτο (1618 έτοιμα). Όπως και να έχει ορίστε μερικοί σύνδεσμοι που μου φάνηκαν ενδιαφέροντες - αφού είχα ξυπνήσει.

I was sitting at a bus stop today... από Νο more mister nice Jess

Πριν κανά μήνα είδα την ταινία... από τον LogΆριθμο

Εδώ βρήκα τους δύο τελευταίοι σύνδεσμοι κάτω κάτω πολύ αστείους.

Αυτά. Πάω να παίξω νέτχακ τώρα για λίγο (αφού αποσυνδεθώ!)...

Saturday, February 12, 2005

3 απώλειες (μνήμης)

Πριν από 9 μέρες και 4 ώρες περίπου ήταν τα γενέθλια αυτού εδώ του blog - ένας χρόνος blogging - και τα ξέχασα.

Χτες παίζανε οι Μίκρο που ήθελα πολύ να τους δω και νομίζοντας ότι ήταν αύριο η συναυλία τους έχασα - επειδή δεν κοιτάξα εγκαίρως.

Χτες ήταν η ορκωμοσία του Γ. για το πτυχίο - και το ξέχασα εντελώς.

Ένα ξενύχτι στο Αν

(ή ένα παρωχημένο post τώρα που μου ήρθε η όρεξη - αλλά και η έμπνευση)

Tον Γ. τον ξέρω από το Μάντσεστερ όπου και αυτός είχε ξενιτευτεί για σεβαστό διάστημα. Όταν κάποτε αποφάσισε να ξεμπερδέψει, γύρισε στη συμπρωτεύουσα και ξαναξεκίνησε εκεί. Αυτό σήμαινε διάφορες αλλαγές στη ζωή του μια εκ των οποίων ήταν να μπει στους Bullets (οι οποίοι είναι κατά τα φαινόμενα ροκαμπιλάδες στη Ξεσσαλονίκη εδώ και 10 χρόνια) όταν ο μπασίστας των τελευταίων τους τελειώσε. Ένεκα της απόστασης (ναι, καλά...) είχα να τον δω καιρό οπότε η συναυλία της μπαντας στο Αν τη προηγ. Παρασκευή ήταν μια καλή ευκαιρία για να ξανασυναντηθούμε.

Η οποία συνάντηση και θα ξεκινούσε στο ξενοδοχείο Εξάρχειο (βλ. επί της πλατείας) όπου είχαν κλείσει να μείνουν. Έχει μπει κανείς ποτέ εκεί; - για κάποιο λόγο περίμενα άθλιες συνθήκες αλλά είδα ένα μια χαρά αξιοπρεπές δωμάτιο. Αναμονή λοιπόν στα 'καμαρίνια' για να αλλάξουν και να ετοιμαστούν οι ντίβες, ενώ ταυτόχρονα κάνουμε λίγο catching up με το Γ. Δύο πράγματα μου έκαναν εξαιρετική εντύπωση στην όλη διαδικασία. Πρώτον, το εξπρές delivery στο δωμάτιο των κόκκινων καλτσών οι οποίες μάλλον θεωρούνται απαραίτητο αξεσουάρ πριν ξεμυτίσει κάποιος στη σκηνή και δεύτερον, ο πανικός που επικράτησε όταν ο Σ. (έτερο ένα τρίτο της μπάντας, κιθαρίστας και 'ο καλύτερος Έλληνας performer στο χώρο' κατά τον Γ.) ανακάλυψε ότι είχε ξεχάσει τις μπριγιαντίνες του - καταστροφή!

Βιαστικά μετά κατεβήκαμε στο Αν - το οποίο αν (χε) και στο ξεκίνημα ήταν σχετικά άδειο σιγά σιγά γέμισε. Στους άντρες είδα υψηλό ποσοστών δερμάτινων, καθόλου ξεβαμμένα μπλουτζίν με γυρισμένα μπαντζάκια, μπότες και γενικά μακριά μαλλια (για όσους έχουν). Για τις γυναίκες εξεπλάγην από το γεγονός ότι καταρχήν δεν είναι λίγες και ότι επιπλέον οι περισσότερες έχουν αρκετά προσεγμένη εμφάνιση - αν όχι κάπως εξεζητημένη. Πολλά άτομα φαίνεται να ξέρουν ο ένας τον άλλο - μάλλον δεν είναι και τόσο μεγάλη η 'σκηνή'...

Το lineup ξεκίνησαν οι Ducky boys (;) με λίγα τραγούδια (κυρίως διασκευές - όντας άσχετος δε θα ριψοκινδέψω να πω τίτλους) για να ζεσταθεί το πλήθος. Μετά βγήκαν οι Βullets που έδωσαν ξέφρενο κέφι με απλώς μπασο, κιθάρα και τύμπανα. Παρεμπιπτόντως, οι πρόβες πριν τη συναυλία ήταν ακριβώς δύο - 'για να σου βγει αβίαστα, έτσι πρέπει' είχε πει νωρίτερα ο Σ. καθώς έβαζε τα ξέξασπρα παπούτσια του. Και τέλος, έπαιξαν οι Tri-sonics, δηλαδή ένας κιθαρίστας πιο Αμερικάνος από Γερμανός και με πλούσιο ελληνικό λεξιλόγιο, ένας ντράμερ καλυμμένος με τατουάζ και μια ξεκάρφωτη (αλλά χμμμ...) κοντραμπασίστρια.

O χορός ήταν έξαλλος (όποιος ξανακοροϊδέψει το πηγαινέλα των γκοθάδων - ή οτιδήποτε άλλο....) και ό,τι θα περίμενε δηλαδή να δει κανείς σε ταινίες του 60 ή 70 όπου ο νέος ζητάει από τον πατέρα της κοπέλας του που μένει σε αμερικάνικο προάστιο να τη συνοδέψει στο χορό του σχολείου. Στροφές, χέρια λυγισμένα στο πλάι, οι 'ντάμες' πετάγονται πρώτα από τα δεξιά και μετά από τα αριστερά και γενικότερο ξεβίδωμα κλειδώσεων όσο η μέση παραμένει ελαφρώς σκυμμένη μπροστά. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν αναπάντεχα αισθητικό και σε προσκαλούσε να ξεδώσεις κι εσύ. Αυτό και το πολύ αλκοόλ τραβήξανε το ξεσάλωμα μέχρι το τέλος της νύχτας και έτσι τελικά μπορώ να πω ότι έχει τύχει να φύγω και τρίτος από το τέλος από το Αν.

ΥΓ Κάτι προεξέχει σε αυτό το post - απαντήσεις στα comments εντός μιας εβδομάδας κι ο (πρώτος) νικητής μπορεί και να κερδίσει cd της αρεσκείας μου.

Θεμιστοκλέους πάλι



Thursday, February 03, 2005

Τάδε έφη

Η frontwoman κάποιων Detroit Cobras: "Το μέλλον δεν έχει σημασία." Απλώς η 00's έκφραση του "live like there's no tomorrow".

Tuesday, February 01, 2005

Γλυφάδα, έναντι γηπέδου μπάσκετ