Σ. Κίρκεγκορ - τρία κείμενα
Απ' όλα τα γελοία πράγματα αυτού του κόσμου, το πιο μεγάλο, μου φαίνεται, είναι το να είσαι πολυάσχολος, να είσαι ένας άνθρωπος που βιάζεται να φάει, που βιάζεται να κάνει κάτι. Επίσης, όταν βλέπω, την κρίσιμη στιγμή, μια μύγα να κάθεται στη μύτη ενός τέτοιου ανθρώπου ή ένα αμάξι να τον προσπερνάει, και να τον καταλασπώνει, με μια βιασύνη ακόμα πιο μεγάλη, ή αν η κινητή γέφυρα του Knittel σηκώνεται μπροστά του ή αν ένα κεραμίδι πέφτει πάνω στο κεφάλι του και τον σκοτώνει, γελάω για όλα αυτά με την καρδιά μου. Και ποιος τάχα θα μπορούσε να κρατηθεί να μη γελάσει; Τι μπορούν άραγε να κάνουν σωστά αυτοί οι ακούραστοι πολυπράγμονες; Δεν μοιάζουν μήπως με τη γυναίκα εκείνη, που αιφνιδιάζεται από την πυρκαγιά του σπιτιού της και μέσα στον πανικό της σώζει τα τσιμπιδάκια; Τι το καλύτερο γλιτώνουν αυτοί, για να πούμε την αλήθεια, από τη μεγάλη πυρκαγιά της ζωής;
Ο πόνος μου είναι ο δεποτικός πύργος μου, χτισμένος εκεί ψηλά, σαν μια φωλιά αετού, πάνω στην κορυφή των βουνών ανάμεσα στα σύννεφα∙ κανείς δεν μπορεί να τον προσβάλλει. Από εκεί, σηκώνω τα φτερά μου και πετώ, κατεβαίνω στην πραγματικότητα και πιάνω τη λεία μου∙ δεν μένω όμως σε αυτήν, παίρνω τη λεία μου και τη φέρνω στην κατοικία μου. Αυτή η λεία είναι μια εικόνα που υφαίνω στα υφαντήρια του πήργου μου. Έπειτα ζω όπως ένας πεθαμένος. Βουτάω ό,τι έχει βιωθεί στην κολυμπήθρα της λήθης, για χάρη της αιωνιότητας της ανάμνησης. Ό,τι ήταν επίκαιρο και τυχαίο λησμονιέται, σβήνεται. Οπότε, σαν ένας γέροντας με ασπρισμένο το κεφάλι από τα χρόνια, σκεπτικός, εξηγώ τις εικόνες με χαμηλή φωνή, σχεδόν ψιθυρίζοντας∙ δίπλα μου, ένα παιδί μ' ακούει, αν και πριν ακόμα του διηγηθώ, αυτό θυμάται τα πάντα.
Ένα θαύμα συνέβη. Χάρηκα τόσο πολύ, που βρέθηκα στον έβδομο ουρανό. Εκεί, όλοι οι θεοί συγκεντρωμένοι μου παραχώρησαν από ειδική εύνοια το προνόμιο να εκφράσω μιαν ευχή. "Θέλεις", λέει ο Ερμής, "τη νεότητα, την ομορφιά ή τη δύναμη, μια μακρά ζωή, την πιο ωραία από όλες τις κοπέλες ή κάποιο από τα πολυάριθμα θαύματα που έχουμε στο παλιο ψιλικατζίδικό μας, - διάλεξε, αλλά μόνο ένα πράγμα". Για μια στιγμή έμεινα αμήχανος, έπειτα, απευθυνόμενος στους θεούς, τους λέω: "Πολυτιμημένοι συγκαιρινοί, διαλέγω αυτό το ένα πράγμα: να έχω πάντοντε τους γελαστούς ανθρώπους με το μέρος μου". Δεν απήντησε ούτε ένας από τους θεούς, αντιθέτως ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Συμπέρανα απ' αυτό ότι η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί, και μου φάνηκε ότι οι θεοί εκφράζονταν με χάρη, - δεν θα ήταν άχαρο, πράγματι, να μου απαντήσουν με σοβαρότητα: "Σ' το παραχωρούμε".
Γενικά αποφεύγω απλά να αντιγράφω κείμενα εδώ - μιας και σχεδόν οτιδήποτε μπορεί εύκολα να βρεθεί είτε στο διαδίκτυο είτε στο βιβλιοπωλείο. Για αυτά τα τρία είπα να κάνω μια εξαίρεση επειδή μάλλον προτιμούν να είναι δυσεύρετα. Είναι από το βιβλίο Sören Kierkegaard Διαψάλματα, εκδ. Micro Mega. Αν και από τη μικρή γεύση που πήρα από τις 78 του σελίδες δεν μπόρεσα να συντονιστώ ιδιαίτερα με τη φιλοσοφία του, τα παραθέτω για την λογοτεχνική τους αξία.
6 Comments:
April is the cruellest month, ...
Έτσι λέει ο Ελιοτ. (Απρίλη πέθανε κι ο πατέρας μου).
Πάντως εγώ από αυτό το βιβλιάριο έχω διακρίνει ένα άλλο απόσπασμα, με θέμα παραπλήσιο προς το δεύτερο που καταχωρείς εδώ. Για την επικινδυνότητα του να θυμάσαι. Θα το αναρτήσω κάποια στιγμή στο άωρον.
Μ'αρέσουν τα ξαφνιάσματα του Kierkegaard.
Κι'εμένα μ'αρέσει ο Κίρκεγκωρ, κυρίως γιατί ο λόγος του δεν είναι ξύλινος, όπως είναι των περισσότερων φιλοσόφων.
Μ'ενδιαφέρει πολύ να μάθω τί έχει γράψει για την 'επικινδυνότητα του να θυμάσαι'. Τυχερά τα μικρά παιδάκια που δεν καταλαβαίνουν τη σημασία των παρελθοντικών χρόνων..Κάποια στιγμή θα μάθουν, όμως.
Το θέμα δεν είναι να μη μάθεις μα να καταφέρεις να το ξεχνάς. Έστω και σε στιγμές, έστω και για όσο κρατάει μια βιαστική αγκαλιά μέσα στο κρύο. Έτσι έζησα όλους αυτούς τους αιώνες. Φύγετε στιγμές, ελάτε στιγμές΄. Δε μ'αρεσει κανένας φιλόσοφος. Ουφφ τους βαρέθηκα κι αυτούς(ειμαι αρκετά εκτός θέματος ελπίζω ωστε να υποστηρίζω ην ιδιότητά μου να Αντουανετιάζομαι)
Εγώ τους λυπάμαι. Σπούδασαν τη ζωή και ξέχασαν να τη ζήσουν..(όπως λέει και ο Μάλαμας?)
Κίρκεγκωρ δεν κατάφερα να διαβάσω ποτέ, παρόλο που το επιχείρησα (δυστυχώς, δε θυμάμαι το βιβλίο). Παραήταν θρήσκος, έστω και με το δικό του τρόπο, για να μπορέσω να ακολουθήσω τη σκέψη του (τουλάχιστον τότε). Οι βάσεις της με άφηναν αδιάφορο.
Και πώς να εξηγήσεις σε έναν τέτοιον άνθρωπο τον κινητήρα των ανθρώπων που θα πεθάνουν για πάντα; Κι αυτό το λέω κυρίως για το πρώτο από τα αποσπάσματα.
Post a Comment
<< Home