Friday, October 26, 2007

Αυγουστίνου βίος.

Τα μάτια του άνοιξαν από λήθαργό βαθύ, τα χέρια του αναζήτησαν τη σοκολατένια άγγελο που τα φτερά της έλιωναν με κάθε τους φιλί. Και όσο το μυαλό του γευόταν τα υγρά της τα φτερά τα δάχτυλα ψηλαφούσαν το γυμνό της το κορμί. Ποτέ δεν του είχε πει το όνομά της, πάντα ερχόταν και τον αγκάλιαζε σαν σε λήθαργο σκέψεών βυθιζόταν. Του ψιθύριζε τους πόθους της και ένα κατάλευκο χαμόγελο πρόβαλε από τα σκοτεινά της χείλη, καθώς τα όνειρά της πρόβαλαν στο χαρτί.

Ο Αυγουστίνος την κοιτούσε θολωμένος, κάπου ανάμεσα στη διέγερση και την φώτιση. Σε αυτήν την κατάσταση ύψωνε το καλέμι του και σμίλευε την πέτρα, την σμίλευε όπως ερωτοτροπούσε. Οι κινήσεις του εναλλασσόταν μεταξύ τρυφερότητας και βίαιων ξεσπασμάτων. Η σκοτεινή του άγγελος οδηγούσε τα χέρια του αποκαλύπτοντας του τι έμελλε μπροστά του να σχηματιστεί, αυτός μόνο ακολουθούσε. Αν τον ονόμαζαν δεινό γλύπτη οφείλονταν σε αυτήν, μία αντανάκλαση του σε αγγελική γυναικεία μορφή.

Η άγγελος είχε καθίσει στα γόνατά του Αυγουστίνου, μαζί σμίλευαν ένα ανδρικό χέρι. Το ένα της χέρι κρατούσε το προσχέδιο και με το άλλο άγγιζε μια το χέρι του που σμίλευε και μια την ακατέργαστη πέτρα. Παρά τη κοινωνία του στη δημιουργία μπορούσε να διακρίνει ότι το άγγιγμα της στο χέρι του ήταν καθαρά καθοδήγησης, ενώ την πέτρα δεν την άγγιζε, την χαϊδολογούσε και όσο οι περιττές φλύδες αποσυρόταν τόσο η αντίθεση μεγεθυνόταν. Η καρδιά του σκίρτησε, το καλέμι κόλλησε, αιωρήθηκε για λίγο μόνο του προτού ο μεταλλικός του γδούπος αντηχήσει στο εργαστήριο.

Το περιβάλλον του εργαστηρίου πάντα θωρούσε τον Αυγουστίνο με μία μίξη θαυμασμού και επιφύλαξης. Η "θερινή παράνοια", όπως την αποκαλούσαν, τους αγρίευε. Τον έβλεπαν να μιλά γλυκά στην πέτρα, να την χαϊδεύει τρυφερά, να θυμώνει, να φωνάζει αγριεμένος, να της γυρνά την πλάτη, με αναφιλητά να της ζητά συγχώρεση. Η κατάσταση του με τον καιρό επιδεινωνόταν, ωστόσο τα έργα του συνάμα αποκτούσαν όλο και μεγαλύτερη πλαστικότητα, ζωή, και κυρίως τα έργα του πουλούσαν. Και όσο τα έργα πουλούσαν όλα τα "θερινά" ήταν αποδεκτά.

Μα από εκείνη τη μέρα που το καλέμι αιωρήθηκε, όλο και περισσότερα αγάλματα έμεναν με μέρη τους βυθισμένα στην πέτρα. Οι ημερομηνίες παραδώσεις αναβάλλονταν και όσο αύξανε η κωλυσιεργία τόσο η ανοχή των προστατών μειώνονταν. Όσο τον πίεζαν τόσο οι κραυγές του ηχούσαν πιο φρενήρεις. Έβλεπαν το καλέμι στο χέρι του να τρέμει, το πρόσωπό του νεκρικό, τα μάτια του να εκκενώνονται πάνω στην πέτρα. Δεν έμοιαζε τις στιγμές εκείνες με δημιουργό, μα με φονιά στιγμές πριν μπήξει το λεπίδι στα σπλάχνα.

Ο Αυγουστίνος πλέον αρνιόταν να δουλέψει. Μονολογούσε τριγυρίζοντας μέσα στο εργαστήριο. Την αποπεράτωση των έργων την ανέλαβαν οι βοηθοί παρά τις αντιρρήσεις του. Έβλεπε όσα αρνήθηκε να αποκαλύψει να λούζονται στο φως. Είδε και το χέρι που είχε αφήσει στην πέτρα απεγκλωβισμένο. Ένιωσε τα μηνίγγια του να πάλλονται, ρίγος διέσχισε το σβέρκο του. Το καλέμι που είχε αρνηθεί ξαναβρέθηκε στη φούχτα του. Οι δρασκελιές του στιβαρές τον έφεραν κοντά στον αντίζηλό του. Το καλέμι υψώθηκε για να μπηχτεί, για να δει ο Αυγουστίνος την άγγελό του να τον κοιτά γεμάτη πόνο και απορία, για να μην νιώσει ο Αυγουστίνος ποτέ ξανά την ηδονή της δημιουργίας.

Labels:

0 Comments:

Post a Comment

<< Home