Αναζήτηση εργασίας.
Τηλεφωνώ στην Ευελπίδων για μια προκήρυξη θέσεων εργασίας. Κυριολεκτικά με το «Καλημέρα σας.» με ανακόπτει μια κοφτή επιτακτική γυναικεία φωνή «Την ερώτησή σας παρακαλώ.». Προτού καταφέρω να ολοκληρώσω το τι θέλω να ρωτήσω, η γυναικεία φωνή με έχει διακόψει με την ίδια φράση και τον ίδιο τόνο άλλες δύο φορές. Στην τρίτη με πιάνουν τα γέλια, καθώς τη φαντάζομαι λοχία να μου φωνάζει «Move it! Move it! » όπως σε ένα στρατιώτη. Με το που μου απαντά την ερώτηση, μου το κλείνει κατάμουτρα, χωρίς να περιμένει αν έχω ακόμα κάποια απορία, χωρίς ένα «Γεια σας».
Αν και λίγο απογοητευμένος δεν καταθέτω τα όπλα και τηλεφωνώ στον Ευαγγελισμό για μία αναμενόμενη προκήρυξη θέσεων. Λέω ένα γρήγορο καλημέρα και ρίχνω εν τάχη την ερώτηση μη τη πάθω όπως προηγουμένως. Εισπράττω ένα απόλυτο και εκνευρισμένο γυναικείο «Όχι, όχι, όχι» και μένω. Η γυναίκα από την άλλη μεριά της γραμμής ίσως να αισθάνθηκε τύψεις για την απάντησή της, διότι με σχετικά πιο ήπιο τόνο την ακούω να απολογείται: «Μας παίρνουν όλη την ώρα για να ρωτήσουν για τις θέσεις αυτές…». Λες και η δουλειά της ως γραμματέας δεν εμπεριέχει την υποχρέωση αυτή.
Μετά το τέλος του τηλεφωνήματος πάει το μυαλό μου στον Δ, ο οποίος πήγε και «μίλησε» σε ένα γνωστό του, στον οποίο είχα καταθέσει βιογραφικό για μια θέση εργασίας. Παρά την καλή του πρόθεση εμένα μου δημιουργήθηκε ένας κόμπος στο στομάχι και δε μπόρεσα να του πω «ευχαριστώ». Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου έμοιαζε να επαιτούσα.
Η είσπραξη χρωστούμενων.
Στον Δ είχα δουλέψει αρκετές φορές όταν ήμουν φοιτητής. Κάθε Παρασκευή εξορμούσαμε να μαζέψουμε τα χρωστούμενα από τα μαγαζιά που τις προηγούμενες μέρες μοιράζαμε την πραμάτεια μας. Ο χάρτης της Αττικής ήταν χωρισμένος σε τομείς και ο καθένας μας είχε τον τομέα του από όπου θα μάζευε τα οφειλόμενα. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα σαν επαίτης, όσο παράλογο να ακούγεται. Ο στόμφος των περισσότερων μαγαζάτορων δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας για το ποιος ήταν ο έχων την ισχύ. Την ισχύ την είχαν αυτοί και άμα «γούσταραν» έδιναν τα χρωστούμενα και άμα όχι είχες κάνει απλά την βόλτα σου.
Σιγά σιγά μαθαίνεις να καταπίνεις «συμπεριφορές», διότι δεν είσαι το αφεντικό και δε γίνεται να χαλάς τη βιτρίνα του καταστήματος. Κάποιες στιγμές, όμως, μου ξέφευγε ένα ευγενικό, αλλά αγριεμένο, «Ορίστε;!» και έβλεπες κόκορες να γίνονται κότες. Αλλά μέχρι εκεί γιατί ως βιτρίνα δεν πρέπει να ξεχνιέσαι, γέρνεις τους ώμους σου και σαν επαίτης απλώνεις το χέρι για τα χρωστούμενα.
Άρθρο 23, παράγραφος 1:
«Καθένας έχει το δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες δουλειάς και να προστατεύεται από την ανεργία»
Από την διακήρυξη για τα ανθρώπινα δικαιώματα συμπεραίνω, ίσως αφελώς, ότι η κοινωνία οφείλει μια θέση εργασίας στον καθένα μας. Αλλά η «πραγματικότητα» μου έχει μάθει ότι για ό,τι δικαιούσαι πρέπει να επαιτείς. Πρέπει;
Labels: irony, social