Το ξεπούλημα.
Ο Νικόλας περίμενε τη σειρά του στην εθνική τράπεζα. Το Λενάκι του έφευγε σε 2 μέρες για διδακτορικό πάνω στη διοίκηση τραπεζών στην Αμερική και ήθελε να της κάνει ένα δωράκι. «120$» είχε σκεφτεί, «να αγοράσει κάτι μόλις φτάσει εκ μέρους μου». Εξάλλου τα δολάρια, που είχε στην τράπεζα, τα είχε βγάλει ένα καλοκαίρι πριν λίγα χρόνια κάνοντας τον διερμηνέα σε βάρος των κοινών τους διακοπών, η Λενιώ ήταν γυναίκα με κατανόηση.
Ακόμα την θυμόταν με το γαλάζιο της πουλόβερ, να περιμένει αγχωμένο πρωτάκι στη σχολή για να μπει στο εργαστήριο όπου δίδασκε αυτός, ήταν η πρώτη του χρονιά ως μεταπτυχιακός. Η Λενιώ, όμως, στη συνέχεια έκανε τη σωστή κίνηση, παράτησε τη φυσική μετά το πτυχίο και το γύρισε στα οικονομικά. Ίσως επειδή είχε ήδη δει την δική του πορεία, δύο χρόνια ένα άχρηστο μεταπτυχιακό και ένα διδακτορικό που δε θα τελείωνε ποτέ. Αυτή τον είχε πείσει να παρατήσει τα περί «ιδανικών» και να πιάσει δουλειά σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα, «με την ιδεολογία δε φτιάχνεις οικογένεια», του είχε πει. Για εκείνη κατάπιε το ιδανικό της δημόσιας δωρεάν παιδείας και το μεγάλο του λόγο «κάλιο σκουπιδιάρης, παρά συνένοχος στην παραπαιδεία». Για εκείνη διέκοψε το διδακτορικό του στη μέση και έφυγε για στρατό. Το Λενάκι του τον περίμενε, είχε τελειώσει ένα μεταπτυχιακό στα οικονομικά και ετοιμαζόταν για έξω. Τώρα ήταν η σειρά του να περιμένει, να πιάσει την καλή στα φροντιστήρια και στα ιδιαίτερα.
Η ληστεία των 6$.
Να, με αυτά και με αυτά ήρθε η σειρά του. Έδωσε τη ταυτότητά του και το βιβλιάριο του συναλλάγματος στον ταμία.
«120$ παρακαλώ», του είπε ευγενικά.
Υπογραφές με όλα τα τυπικά και να ’τος με 120$, να ανοίγει το βιβλιάριο και να κοκαλώνει.
«Τα 6$ γιατί μου αφαιρέθηκαν;», κατάφερε να ρωτήσει ψιλοσαστισμένος.
«Για αγορά συναλλάγματος», απάντησε εντελώς φυσικά ο ταμίας νεύοντας στον επόμενο πελάτη.
«Μα εγώ είχα καταθέσει δολάρια και τώρα κάνω ανάληψη αυτών που είχα καταθέσει.» ψέλλισε ο Νικόλας ακόμα μη κατανοώντας. «Παλιά ήταν αλλιώς…»
«Ναι, παλιά η εθνική ήταν κρατική, τώρα είναι Α.Ε., πολλά θα αλλάξουν…», συμπλήρωσε ο ταμίας χαμογελώντας χαιρέκακα.
«Αυτό είναι ανήθικο, αυτό είναι ληστεία.» άρχισε να εκρήγνυται ο Νικόλας.
«Μα πώς κάνεις έτσι για 6$ άνθρωπέ μου, πες πως κέρασες ένα καφέ.» παρενέβη ο πελάτης που περίμενε πίσω του σπρώχνοντας τον ταυτόχρονα για να μπει μπροστά στον γκισέ να εξυπηρετηθεί.
«Είναι θέμα αρχής και όχι των 6$», τον ανέκοψε ο Νικόλας γρυλίζοντας, με ένα βλέμμα που έκανα τον ηλικιωμένο πελάτη να οπισθοδρομήσει δύο βήματα.
«Αλλά είναι και τα 6$», σκέφτηκε από μέσα του, «6$ είναι 6 ευρώ, 6 ευρώ καθαρά είναι μία ώρα διδασκαλίας στο φροντιστήριο, για 6 ευρώ την ώρα έχω ξεπουληθεί, 6 ευρώ είναι 20 λεπτά ιδιαίτερων, 20 λεπτά να ιδρώνω εξηγώντας πάνω από ένα πιτσιρίκι που σκαλίζει την μύτη του, 6 ευρώ καθαρών παίρνω στα ΤΕΕ για να μου σπάνε το ηθικό τα παγερά αδιάφορα βλέμματά τους.»
«Για λίγες δραχμές η μάνα μου περπάταγε τεράστιες αποστάσεις, αντί να παίρνει λεωφορείο, ώστε να ορθοποδήσουμε μετά το «κανόνι» και την αυτοκτονία του πατέρα μου. Για να γλιτώσουμε λίγες δραχμές με έστελνε να βρίσκω ψωμί διατίμησης. Τρώγαμε μόνο ψωμί και γάλα για μήνες. Για εκατό δραχμές που έχασα με άφησε για ώρες έξω, 7 χρονών παιδί, για να τις βρω. Για δεκάρες που ’πέφταν από τις ξέχειλες τσέπες των συμμαθητών μου πέρναγα τα διαλείμματα σκυφτός στην αυλή του δημοτικού ψάχνοντας κανα ψιλό για να αμβλύνω την πείνα μου.»
«Όχι, 6$ δουλεμένα δε θα μου τα κλέψουν με το έτσι θέλω.» φώναξε και τα μάτια του μοιάζαν με δύο πυρωμένα κάρβουνα.
«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα», τον πλησίασε ένας σακακομένος με μουστάκι, «παρακαλώ, είμαι ο διευθυντής του καταστήματος.»
«Η τράπεζα σας, το σύστημά σας, μου έκλεψε 6$.»
«Θα σας παρακαλούσα να μην εκφράζεστε έτσι, την τράπεζα την έχω σαν μάνα μου.»
Το ξέσπασμα
Ξάφνου το σύστημα απέκτησε πρόσωπο, ένα πρόσωπο με μουστάκι, όλη η αγανάκτηση του που είχε καταπιεστεί όλα αυτά τα χρόνια συγκεντρώθηκε στις γροθιές του Νικόλα. Η πρώτη του γροθιά βρήκε το σύστημα στο στομάχι και το λύγισε, η δεύτερη το βρήκε στο πρόσωπό και το ξάπλωσε. Ο Νικόλας πλέον είχε καβαλήσει το σύστημα και έλιωνε το πρόσωπό του με τις δύο γροθιές του. Λυσσαλέα χαρά τον είχε κυριέψει, αίσθημα απόκοσμο, μια βαθιά ηδονή. Μα καθώς έριχνε ξανά με το αριστερό του νόμισε πως είδε από κάτω του το πρόσωπό του, όχι της Λενιώς ήταν και η δεξιά του γροθιά έμεινε να αιωρείται, καθώς μια σκέψη διέτρεξε τις συνάψεις του αριστερού λοβού του.
Έμεινε να χάσκει για 3 δεύτερα, μετά ξέσπασε σε τρελά γέλια, έως ότου ένοιωσε κάτι να τσακίζει το σβέρκο του. Η αίσθηση κράτησε 0.2 δεύτερα, μετά όλα έγιναν σκοτεινά.
Labels: social, story