Στην αφήγηση είναι πολύ σημαντικό να μη ξεχνιέται ο λόγος που μας ωθεί να εξιστορήσουμε κάτι. Ένα έργο είναι σαν ένας πολύτιμος λίθος, όσο καλή και να είναι η πρώτη του ύλη, απαιτεί ένα τεχνίτη για να αναδείξει την ομορφιά του. Βασικά ένας καλός τεχνίτης μπορεί να μετατρέψει ακόμα και τα ψεγάδια σε γοητεία, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που ακόμα και το αψεγάδιαστο δυσκολεύονται να το αναδείξουν. Αφορμή για το κείμενο είναι δύο ταινίες: «
Ο Λαβύρινθος του Φαύνου.» και «
Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι.»
Στην πρώτη ταινία, ο Τόρο μπλέκεται στον ίδιο τον λαβύρινθο που στήνει, χάνει τον μίτο και λαβυρινθοδρομεί χωρίς να φτάσει ποτέ στην καρδιά του έργου του, μένει στις παρυφές του. Η κρίση του επιφανειακή, ένα καλολουστραρισμένο ακραία βίαιο παραμύθι χωρίς ψυχή. Η κάμερα ξέρει να στηθεί, η φωτογραφία ξέρει ομολογουμένως πολύ καλά τη δουλεία της, υπάρχουν απολαυστικές ερμηνείες και ένα σενάριο πολύ αξιόλογο, αλλά αυτός που πρέπει να τα δέσει όλα με την μαεστρία του κάπου χάνεται. Μοιάζει με ένα υπερενθουσιώδες μαθητούδι που θέλει να τα πει όλα, αλλά στην προσπάθειά του χάνει την ουσία.
Στην δεύτερη ταινία, ο Λοουτς ξέρει τι θέλει να πει, φυσά δυνατά, γιατί φυσά μέσα από το ίδιο του το είναι και κάνει το σελινόιντ να χορεύει. Στήνει την ταινία του λιτά, ίσως να μην έχει τις καλύτερες ερμηνείες, ίσως το μοντάζ να είναι κάπως άκομψο, ίσως και η ιστορία να μην είναι κάτι το πρωτότυπο, αλλά ο τεχνίτης εδώ έχει την κρίση να θυσιάσει ώστε να μείνει κοντά στην ψυχή του έργου. Ξέρει πως να κρύψει τα ψεγάδια κάτω από τη φωτεινότητα του συνόλου.
Οι δύο ταινίες διαδραματίζονται σε πολεμικό περιβάλλον και οι δύο ασκούν δίχως ίχνος διακριτικότητας αριστερή πολιτική προπαγάνδα, αλλά κατ' ουσία και οι δύο ταινίες προσπαθούν να πραγματευτούν το ζήτημα των επιλογών και της κρίσης. «Συμπεριφερόμαστε σα να έχουμε ελεύθερη βούληση» νομίζω ότι είχε παρατηρήσει ο Καντ. Αλλά λίγοι από εμάς μπορούν να κρατούν την κρίση τους καθάρια, οι περισσότεροι είμαστε πάντα έτοιμοι να απαρνηθούμε την κρίση μας στο προφανές για να
συμμορφωθούμε στις κραταιές απόψεις, είμαστε ικανοί να
υπακούσουμε τις όποιες εντολές, της όποιας εξουσίας, υπερπηδώντας την κρίση μας. Οι πρωταγωνιστές των δύο ταινιών καλούνται να επιλέξουν, να κρίνουν. Στον Φαύνο αυτό πράττεται αρχέγονα, αντλούνται οι απαντήσεις από τις παρορμήσεις, ενώ στον Άνεμο δεν κυριαρχούν οι ρίζες, δεν υπακούεται τυφλά το συναίσθημα, παρεμβάλλονται η αισθητική και η λογική.
Ακριβώς έτσι ο Τόρο χάνει το παιχνίδι, διότι "η υπακοή για την υπακοή" στις φαντασιώσεις και παρορμήσεις σημαίνει ότι εντέλει σκηνοθετεί χωρίς κρίση, χωρίς την ικανότητα να θυσιάσει ώστε να επιβιώσει η ουσία της ταινίας. Ο Λόουτς εξαρχής παλεύει με τις ίδιες του τις εμμονές, προσπαθεί να τις τιθασεύσει, ίσως χωρίς να τα καταφέρνει, αλλά ακόμα και οι προπαγανδιστικές χοντράδες του είναι γοητευτικές, διότι στο έργο του το συναίσθημά παλεύει με την λογική και κανένα από τα δύο δε συμμορφώνεται, το καθένα ακολουθεί την κρίση του και η αντίθεση αυτή γεννάει την ουσία.
~~~ο~~~
Η γιαγιά μου ήταν αντάρτισσα στο Δημοκρατικό Στρατό. Στα βουνά τους θέριζε η πείνα, ένα παιδί 15 με 16 χρονών δεν άντεξε, άρπαξε και έφαγε τη μερίδα του ψωμιού ενός συντρόφου του. Το παιδί πιάστηκε. Το πέρασαν άμεσα από στρατοδικείο. Το καταδίκασαν σε θάνατο. Το άρπαξαν δύο και το σέρναν παράμερα. Η γιαγιά δεν άντεξε, "Πού το πάτε το παιδί σύντροφοι;" φώναξε, ορμώντας να τους σταματήσει. Δεν το γνώριζε το παιδί, αλλά της θύμιζε τα δικά της μικρότερα αδέλφια. "Ένα παιδί είναι που πείνασε. Ήθελε να φάει λίγο ακόμα. Πώς να χορτάσει από τα ψίχουλα που μας ταΐζουν;" "Πώς να χόρταινε το παιδί; αναρωτιέται και σήμερα στα 83 της. "Μου είπαν να σωπάσω, πως δε θα το εκτελούσαν, πως θα το πήγαιναν σε ένα άλλο διπλανό τάγμα στην απέναντι πλαγιά." Την βάσταξαν άλλοι σύντροφοι, αλλά τα μεγάλα γκριζοπράσινα μάτια της βουρκώνουν ακόμα για το παιδί που άφησε να χαθεί. "Ένα παιδί ήταν." Την νιώθω, μου σφίγγεται το στομάχι, αλλά ξέρω πως αν ήμουν στη θέση του αξιωματικού που το δίκασε και εγώ θα το εκτελούσα. Αν υπάρχει κόλαση θα καιγόμουν σε αυτήν για αυτή την πράξη μου. Θα θυσίαζα την μονάδα για χάρη του συνόλου. Η κρίση δεν πρέπει να συμμορφώνεται στο συναίσθημα, δεν πρέπει να υποτάσσεται σε αυτό.
Labels: cinema, self