Monday, May 29, 2006

Ναι, λοιπόν πήγα και το είδα

Και μου φάνηκε του συρμού. Τίποτα το ιδιαίτερο. Δηλαδή λίγες μέρες αφού το είδα δε μου έχουν μείνει και πολλά πράγματα να πω. Σε περίπου ένα χρόνο θα βλέπεται εύκολα δίπλα στις B-movies των καναλιών που μειοδότησαν για την προβολή του. Για όσους μάλιστα ανησυχούν ότι τα θεμέλια της πίστης θα αρχίσουν να τρίζουν από τα άτομα που τo είδαν και θα διαδώσουν τις φήμες για τη μεγαλύτερη συνωμοσία όλων των εποχών έχω να πω τα εξής δύο. Καταρχήν, η αίθουσα λίγες μέρες μόνο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα ήταν μάλλον αισιόδοξα μισοάδεια. Επιπλέον, γύρω στο 90% των θεατών άνηκαν στο είδος 'ζευγαράκια' όπως αποδείχτηκε στο διάλειμμα - όπου πρέπει να υπήρχε μόνο μια μοναδική αντροπαρέα των τριών που έκανε το σύνολο των ατόμων περιττό. Όλοι οι υπόλοιποι ήταν σχεδόν χεράκι χεράκι. Το ίδιο συμπέρασμα επιβεβαίωθηκε και στο τέλος από το στεγνό μου βλέμμα πίσω όταν σηκωνόμουν από τη θέση μου. Είδα ένα σύμπλεγμα από νησιά κουρασμένων και ακίνδυνων πιστεύω διεσπαρμένα εις διπλούν στα απαλά κόκκινα καθίσματα του κινηματογράφου. Maybe it was just me though.

Labels:

Sunday, May 28, 2006

Αφιερωμένο σε μια Α...λφαβήτα.

Αλαλαγμέ ανθρώπινων ασμάτων

Βύθισε βλέμμα βορά

Γλώσσας γητεύτρας γυνής

Δώρο δαντελωτών δωμάτων

Ερεθισμός έπακρος εσύ

Ζυγώνεις ζέση ζωής

Ηττών ηθελημένων ημών

Θαύμα θεϊκού θυμού

Ισχυράς ίασης ιέρεια

Καταγής κυλομένη καλείς

Λαχταρώντας λαγνείας λύτρωση

Με μάτια μισάνοιχτα

Νυμφεύεσαι νέου νέκταρ

Ξαλαφρώνοντας ξαναμμένα ξόανα

Ονείρων οίστρος όμοια

Πηγαίου πάθους ποτάμι

Ράχες ράπισε ρέοντας

Σαρκώδες σαγήνης στόμα

Τέλεψε τρεμάμενο τον

Ύψιστο υμέναιο υμών

Φονεύοντας φύτρα φόβων

Χύνοντας χυμούς χαρμόσυνους

Ψαλμούς ψυχών ψιθυρίζοντας

Ωραιοτάτη ωσάν Ωλαλώμ.

Labels: ,

Friday, May 26, 2006

Κάντε τη ζωή σας εύκολη. Αγοράστε Windows

Πως νιώθεις όταν έχεις έναν PIII 800MHz, 320MB RAM και:

Παρέχεις σε ένα δίκτυο 3 υπολογιστών:
BIND (name server), Apache httpd (web server), Tomcat (servlet container), MySQL (RDBMS), squid (proxy-cache server), samba (SMB server), cups (print server), inetd (super server), ssh (login server), sendmail (mail server), dhcpd (DHCP server), ipfw (statefull firewall)

ενώ συγχρόνως τρέχεις:
X, KDE, XVID σε mplayer, Firefox, Thunderbird, Gaim, Eclipse, GIMP, XMMS, openoffice writer, calc και draw.

έχεις ανοιχτά:
2 network folders, και 3 local, έχεις την ψηφιακή camera mounted, σκανάρεις και εκτυπώνεις συγχρόνως και το σύστημα παραμένει σταθερό και responsive και σταθερά πάνω από 30% idle, χωρίς να σπάει καθόλου το video, ενώ είναι ανοιχτός για βδομάδες;

Προφανώς δεν τρέχει Windows, ούτε Linux (τουλάχιστον όχι το 2.6 και σίγουρα όχι με τον default kernel).

Αν έχεις καινούριο σύστημα και δε χρειάζεσαι τίποτα από τα παραπάνω (99% των χρηστών) τα Windows είναι εξαιρετική λύση. Αν έχεις καινούριο σύστημα και θες
όλα τα παραπάνω το Linux είναι εξαιρετική λύση. Αν έχεις παλιό σύστημα και θες
όλα τα παραπάνω FreeBSD είναι η μόνη λύση. Αν δεν έχεις χρόνο και όρεξη για ψάξιμο, δεν υπάρχει λύση.

Για άλλη μια φορά πνίγοντας τα προβλήματά μας στα λεφτά κάνουμε τη δουλειά μας εύκολα. Αγοράζουμε καινούριο υπολογιστή και πληρώνουμε για λειτουργικό.

ΥΓ. Προφανώς, τυπικά τουλάχιστον, δεν τρέχει κανείς όλα τα παραπάνω, αφού δε μπορεί να κάνει 100 πράματα συγχρόνως. Όμως όλοι θέλουν να ξέρουν τι μπορούν να κάνουν, ακόμα και αν δε χρειάζεται να το κάνουν.

Thursday, May 25, 2006

Η εκδίκηση της αφέλειας.

Στέκομαι μπροστά στο μυστικό δείπνο του Λεονάρντο. Από τα λίγα που ξέρω αναγνωρίζω τον Ιούδα. Δεν είναι δύσκολο αρκεί να βρεις το πουγκί.

«Ρε Voidix μπορείς να βρεις ποίος είναι ο Ιούδας;»

Φωνάζω τον φίλο μου, που σαχλαμαρίζει με κάτι κείμενα του Λεονάρντο, και στρίβω το μουστάκι μου γεμάτος ικανοποίηση για τον εαυτό μου. Ο Voidix αρχίζει να μελετά τον πίνακα, μα του παίρνει ώρα, κάτι που με κάνει να φουσκώνω όλο και περισσότερο.

«Αυτός είναι», ανακράζει ξάφνου ένας παριστάμενος Ρωμιός και απομακρύνεται χαρωπός με την ανακάλυψή του.

«Και αυτός είναι ο Πέτρος», λέω και εγώ φωναχτά μη μου φάνε την πρωτιά και ξεφουσκώσω τελείως.

«Πού το κατάλαβες Gglix;», με ρωτά ο Voidix.

«Από το μαχαίρι που κρατά, θυμάμαι ότι έκοψε το αυτί κάποιου.» Το «κάποιου» δε με ευχαριστεί καθώς προδίδει ότι είμαι μενίρ στα θρησκευτικά και ξεφουσκώνω λίγο ακόμα.

«Το μαχαίρι το κρατά όχι γιατί έκοψε το αυτί, αλλά γιατί είχε άχτι την Μαγδαληνή», παρεμβάλλεται μια γυναικεία φωνή. «Η Μαγδαληνή κάθεται αριστερά, δίπλα από τον Ιησού, και όπως βλέπεις πάει να τη αρπάξει ο Πέτρος.»

Η Ρωμιά που συνοδεύεται από τον επανααφιχθέντα Ρωμιό με χαλάει με την αυτοπεποίθησή της, και σαν να μην έφτανε αυτό μπαίνει μπροστά μας και μας αποκόπτει από τον πίνακα .

«Εγώ καταλαβαίνω άλλα από τον πίνακα», μουρμουρίζω στον Voidix έχοντας ξεφουσκώσει τελείως.

Η Ρωμιά με ακούει και ανακοινώνει με τόνο χιλίων μενίρ:

«Σημασία δεν έχει τι καταλαβαίνουμε εμείς, αλλά τι ήθελε να πει ο Ντα Βίντσι!»

Πλέον οι κοτσίδες μου έχουν φτάσει στο δάπεδο από την ντροπή, όταν ακούω τον Voidix να με ρωτά:

«Πόσοι ήταν οι μαθητές του Ιησού;»

Δεν μου έφτανε η Ρωμιά, έχω και τον Voidix να με δουλεύει για την ασχετοσύνη μου. Έτσι μου έρχεταινα του ρίξω μία μενιριά.

«11 νομίζω», λέω γρυλίζοντας.

«12 νομίζω» διορθώνει ο Voidix, χαμογελώντας μου απαλά, «ας τους μετρήσουμε. Συν το Χριστό 13 πρέπει να βγαίνουν.»

Εκτός από τα δάκτυλα των δύο μου χεριών βάζω και τις δύο μου κοτσίδες στην καταμέτρηση και όντως είναι 12 συν τον Ιησού 13.

«Αν στον μυστικό δείπνο ήταν όλοι οι μαθητές του Ιησού,», λέει απαλά, ωστόσο αρκετά φωναχτά, ο Voidix, «είναι αυτή η Μαγδαληνή;»

«Όχι,» ανακράζω ερχόμενος στα ίσα μου, «αυτός είναι ο Ιωάννης.»

«Μάλλον αυτός είναι, αλλά είσαι σίγουρος; Μοιάζει με γυναίκα.», προβοκάρει ο Voidix απομακρυνόμενος.

«Απόλυτα, αυτός είναι ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης ως γνωστών γυναικόφερνε.» Πετάω κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο μου, ώστε να βλέπω τα ξινισμένα μούτρα της Ρωμιάς, καθώς απομακρύνομαι ακολουθώντας τον φίλο μου.

«Πάλι τους τσακίσαμε.» σκέφτομαι ευτυχής. Από ευτυχής, όμως, γίνομαι πανευτυχής όταν συνειδητοποιώ ότι σε λίγο θα φτάσουμε στην Ταβέρνα, όπου θα ακουστεί:

«Δύο αγριογούρουνα παρακαλώ!»

«Και δύο για εμένα…!»


Labels:

Monday, May 22, 2006

Και αν είναι ντροπή δε μ’ αφορά.

Μπορείς να μου πεις γιατί νιώθω να μη πατώ, αλλά να βουλιάζω; Κάθε βήμα και μια ανάμνηση. Γιατί είσαι στα λευκά; Πού πήγαν οι τιράντες; Πού είναι το κορίτσι με το κοντό μαλλί, που το έλεγα κουτσαβάκη; Σύρος, Κρήτη, Αράχοβα, και άλλα μέρη και άλλα και όλα διαπλέκονται και περιπλέκονται στης ανάκλησης το πανηγύρι. Και εγώ σε θωρώ και δεν πιστεύω. Δεν μπορεί, άλλη είναι τούτη εδώ και απλώς της μοιάζει. Χαμογελώ που σε βλέπω να γελάς, μου αρέσει κι αυτός που με το χέρι σου βαστάς. Γελά και αυτός και βλέπω που σε αγαπάει. Χαρά σκέτη δε δύναμαι να γευτώ, την έχει πάρει ο νόστος από το πλάι. Καμπάνες ακούω, για σε χτυπούν, για και για μας; Δεν το μπορώ η ψυχή μου λυγάει. Τραβιέμαι πίσω να σας δω, όλους εσάς τους αγαπημένους. Και αν είναι ντροπή δε μ’ αφορά, εγώ τα αισθάνομαι και σας το λέω. Καθείς σας και ένα κομμάτι μου, κομμάτι της ψυχής μου. Ό,τι καλό για εσάς και για ‘με χαρά, ό,τι κακό και για εμένα λύπη. Και ειδικά εσύ, ναι εσύ που στέκεις εκεί στα λευκά, μη μου χαμογελάς εμένα, αααχ! πήγες και άνοιξες χορό, να δούμε τώρα πώς θα κλείσει ...


Υ.Γ.: Ένας αγαπητός χορευτής διηγείται.

Labels:

Wednesday, May 17, 2006

Μια μέρα…

…μια ανάμνηση.

Τορόντο στα τέλη του Οκτωβρίου του 2003, μια συγχορδία τσιριγμάτων και γέλιου σύρει το κεφάλι μου να γυρίσει. Τα μάτια μου καθηλώνονται σε ένα μπουλούκι προσχολικής ηλικίας. Τα παιδιά ακολουθούν με χαοτικές κινήσεις μια ενήλικο. Τίποτα το πρωτότυπο. Το βλέμμα μου όμως μένει αποσβολωμένο να παρακολουθεί αυτό το τσούρμο που γελά και τσιρίζει. Το μυαλό μου αποκαθηλώνεται και με σκουντά. «Το χρώμα, κοίτα, το χρώμα.» Κίτρινο προσωπάκι κοιτά ένα μαύρο που με το χεράκι του κρατά ένα λευκό. Κι όλο αυτό το γαϊτανάκι φυλών και εθνών προχωρά μαζί σπρώχνοντας, γελώντας και τσιρίζοντας, κρατώντας το ένα τ ’άλλο από το χέρι.

Μια σκέψη.

Όταν αυτά τα χεράκια μεγαλώσουν λίγο, θα κρατάν το ένα τ’ άλλο πάλι, αλλά τώρα θα τρέμουν απαλά. Τα πρόσωπά τους θα πλησιάσουν και λίγο πριν τα χείλη τους ανταμωθούν, θα πουν «Τι όμορφο χρώμα έχει το δέρμα σου.» με την ίδια ρίγη που θα ’λέγαν «Τι όμορφο είναι το χρώμα των ματιών σου.»

Μια μέρα…

…θα υπάρχει μόνο η αισθητική και ο έρωτας.

Labels:

Sunday, May 14, 2006

Call me Ishmael

Τι είναι χειρότερο; Να κοιτάς τον εαυτό σου και να λες πόσο όμορφος/η είσαι (ή θα 'θελες να ΄σαι), ή να τριγυρίζεις δείχνοντας στους άλλους πόσο όμορφος/η είσαι (ή θες να φαίνεσαι); Τι συνιστά ναρκισσισμό (εμφανισιακό/λογοτεχνικό/καλλιτεχνικό/διανοητικό κτλ);

Wednesday, May 10, 2006

Μη κοιτάξεις κανέναν στα μάτια.

Είχε στρίψει στο δρόμο του στόχου αποφασισμένος. Όλα μέσα του ήταν διαυγή. Ήθελε να παραμείνει απόλυτα συγκεντρωμένος. Το μόνο που επαναλάμβανε άτονα από μέσα του ήταν: «Μη κοιτάξεις κανέναν στα μάτια.» Ήταν το τελευταίο που του είχαν τονίσει, όλα τα υπόλοιπα θα ερχόταν από μόνα τους. Ναι, για το τελευταίο ήταν σίγουρος, το είχαν προβάρει τόσες φορές, που ακόμα και στον ύπνο του μπορούσε να εκτελέσει το σχέδιο. Το μόνο που έπρεπε να κάνει λοιπόν είναι να μη συναντήσει κάποιο βλέμμα στα λίγα βήματα που του είχαν απομείνει, οπότε χαμήλωσε τα μάτια.

Το βλέμμα του κατεβαίνοντας συνάντησε αυτό ενός αγοριού. Το μυαλό του πάγωσε για ένα δευτερόλεπτο, ίσως και το βήμα του να αιωρήθηκε για λίγο. Μόλις, όμως, το πόδι του ακούμπησε στο έδαφος η σκέψη του είχε γυρίσει 9 χρόνια πίσω. Η ανάμνηση τον κατέκλυζε, έβλεπε τον εαυτό του στα όγδοα του γενέθλια. Είχε βγει με τους γονείς του βόλτα, τον είχαν στη μέση κρατώντας τον και οι δύο από το χέρι. Να, όπως κρατούσαν και το παιδί μπροστά του, ο πατέρας του δεξιά και η μάνα του αριστερά. Ξανάνιωνε την ίδια αγαλλίαση που ένιωθε και τότε. Όχι, έπρεπε να ξεκολλήσει από εκείνη την ανάμνηση. Το βλέμμα του σηκώθηκε στον ουρανό. Ήταν καθαρός ανοιξιάτικος, ήταν όπως και εκείνη τη μέρα.

Ο κρότος, ο κρότος εκείνος ξαναντήχησε μέσα στο κεφάλι του. Θυμήθηκε το σώμα του να βρίσκεται καταγής καλυμμένο από το σώμα της μάνας του. Είχε βάλει όλη του τη δύναμη για να ξεσύρει το σώμα του από κάτω της. Τον πατέρα του δεν τον έβλεπε, ο τόπος γύρω του ήταν γεμάτος κομματιασμένη σάρκα και αίμα. Αυτός ήταν γονατιστός. Τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να φράξουν το ανοιχτό κρανίο της μάνας του. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τα κομμάτια που βγαίναν από μέσα. Έκλαιγε, έκλαιγε ασυγκράτητα.

Τα μάτια του, τώρα, είχαν βουρκώσει, τα δάκτυλά του κινήθηκαν προς τον διακόπτη. Ελάχιστα βήματα ακόμα. Ένιωθε τον αντίχειρά του να χαϊδεύει τον διακόπτη. Το μυαλό του ξανακύλησε πίσω. Θυμήθηκε πως το κλάμα του είχε σταματήσει απότομα. Του φάνηκε το ίδιο παράξενη η αιτία όπως και κάθε φορά που το είχε ανακαλέσει από τότε. Ήταν που όλα γύρω του του είχαν φανεί να έχουν μετατραπεί σε ένα ολάνθιστο λιβάδι. Ένα λιβάδι μόνο από κόκκινα λουλούδια. Παπαρούνες ήταν μάλλον. Σίγουρα παπαρούνες ήταν.

Φωνές τον γύρισαν στο παρόν, φωνές τρόμου, αλλά πόσο μακρινές έμοιαζαν, όπως και τότε εξάλλου. Ο κόσμος είχε αρχίσει να τρέχει μακριά του, τι τρέξιμο ήταν αυτό όμως, αργό, πολύ αργό. Άκουσε και φωνές άγριες. Κάνες εμφανίστηκαν γύρω του, αλλά μακριά και οι κάνες και οι φωνές.

Είδε το παιδί σε μια αγκαλιά να απομακρύνεται από κοντά του. Είδε το παιδί να τον κοιτά πάνω από έναν ώμο. Οι κάνες πλησίαζαν απειλητικές. Εισπνοή, τρία βήματα. Το βλέμμα του καρφώθηκε μέσα σε αυτό του παιδιού. Μα, ναι, το παιδί του χαμογελούσε. Εκπνοή, δύο βήματα. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, πόσο του άρεσε η άνοιξη. Εισπνοή, ένα βήμα. Κοίταξε ευθεία μπροστά. Χαμογέλασε. Εκπνοή, κανένα βήμα.

Labels:

Sunday, May 07, 2006

Λέξεις που θέλω να εκλείψουν Ι: Κακομοίρης

Μαζί με αυτήν καλό θα ήταν να μας αφήσουν τα συνώνυμα και παράγωγά της όπως φουκαράς/φουκαριάρης, καημένος καθώς και το κακομοίτσης (από την κρητική ιδιόλεκτο). Τελευταία ας κλείσει την πόρτα η ΜιΖέρια. Μιλάω βασικά για αισθητική άρα είμαι υποκειμενικός - αλλά αυτό δε χρειάζεται να το αναφέρω.
Ο λόγος είναι ότι αυτόματα όποιος τις λέει μεταφέρεται χρονικά τουλάχιστον 50 χρόνια πίσω και τα χρώματα γύρω του γίνονται το ασπρόμαυρο των ελληνικών ταινιών. Τοπικά μεταφέρεται τουλάχιστον στις φτωχογειτονιές του τότε. Μια αύρα ανικανότητας τον περικλείει καθώς και η ψευδής αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει (θα θέλαμε...). Όσο δηλαδή και να αξίζει τον χαρακτηρισμό το αντικείμενο της προσφώνησης δεν είναι μόνο αυτό που μεταφέρεται στο χρόνο και στο χώρο όπως ήταν ο αρχικός σκοπός της. Είναι και αυτός που το λέει που παίρνει κάποια από την ασφυξία που αποπνέουν οι λέξεις. Ασχημαίνει και ο ίδιος από την ακαλαισθησία αυτού που είπε και επωμίζεται κι όλα τα παραπάνω βαρέα κι ανθυγιεινά. Όπως και το κυριότερο: το άχθος της αδράνειας. Δηλαδή για να γίνω κάπως γραφικός, όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί είναι σαν τη λάσπη: δεν μπορείς να πετάξεις χωρίς να ρίξεις και λίγη πάνω σου.

Οι λέξεις αυτές επιπλέον θυμίζουν τη καθησυχαστική σκέψη ότι η άσχημη κατάσταση ευτυχώς (και "Θεούλη μου") έπεσε στον διπλανό μας και για άλλη μια φορά τη βολέψαμε (όπως ελπίζαμε). Είναι διασκέδαση εις βάρος των άλλων αλλά χωρίς καν το μέτρο του αγγλικού χιούμορ ή του χιούμορ σκέτο, είναι δηλαδή η άλλη όψη του αμιγώς χωριάτικου γέλιου των μεγαλυτέρων μας (τι ξέρουν κι αυτοί;). Είναι η μισαλλοδοξία και το κενό μπράβο που θα πούμε λίγο μετά σε όποια άξια επιβράβευση. Είναι τελικά η έλλειψη κρίσης και η επιπολαιότητα του μιλάμε για να πούμε κάτι.

Και μιας και μιλάμε για ελληνικές λέξεις, όποιος συμφωνεί ότι οι Έλληνες και η ελληνική πραγματικότητα είναι υπέρ το δέον απαισιόδοξη πιστεύω θα συμφωνήσει ότι ένας τρόπος να αλλάξει αυτό είναι και να αλλάξουμε το πως αυτoπεριγραφόμαστε. Τρικ και τέχνασμα αλλά επί της ουσίας. Το μόνο που χρειάζεται είναι μισό δευτερόλεπτο σκέψης πριν μιλήσουμε. Πράγμα που είναι γενικότερα ωφέλιμο.

(ΥΓ. Εξαίρεση προφανώς αποτελούν οι χρήσεις αυτών των λέξεων όταν τα έχεις πάρει - εκεί δεν υπάρχουν 'πρέπει'.)

Labels:

Friday, May 05, 2006

Περί παραμυθιών ο λόγος.



Δέκα χρόνια θετικισμού, δέκα χρόνια στο μονοπάτι της αναζήτησης της αλήθειας και το μονοπάτι που με οδηγεί; Με οδηγεί στο να διψώ για τα παραμύθια που σκαρφίζεται η ανθρώπινη ύπαρξη για να ομορφύνει τη ζωή της. Με κάνει να καγχάζω τον εαυτό μου για την κάθε φορά που ύψωσα το δάκτυλό μου επιτακτικά, κηρύσσοντας την αυθεντία της επιστήμης εις βάρος των παραμυθιών.

Κάθε παραμύθι είναι ευπρόσδεκτο; Όχι, όχι κάθε παραμύθι, μιλώ για τα όμορφα παραμύθια μόνο. Για τα παραμύθια που έχουν γευτεί το σφυρί της οδύνης πάνω στο αμόνι της γνώσης. Για τα παραμύθια που ψύχονται μέσα στη ροή του χρόνου σαν πυρωθούν μέσα στη θράκα του γέλιου. Για τούτα τα παραμύθια μιλώ. Τούτα τα παραμύθια μου μιλούν μόνο.

Ποιοι διηγούνται τούτα τα παραμύθια; Τα παραμύθια τούτα είναι ανθρώπων που περήφανα γελούν με όσα τους πονούν και δε λυγίζουν. Αυτών που αγαπούν και δε λυπούνται. Ανθρώπων που ερωτεύονται και να ματώσουν δε φοβούνται. Όλων αυτών που το πέρασμά τους άνοιξη μοσχοβολά σαν έχουν πάρει τον ήλιο στο κατόπι.

Και γιατί τα γράφω αυτά; Από ευγνωμοσύνη τα γράφω, από ευγνωμοσύνη...

Labels:

Tuesday, May 02, 2006

Xiu²

(or the stuff posts are made of)

Είναι κάποιες στιγμές στην πόλη που σε πείθουν ότι δε θα μπορούσες να υπάρξεις πουθενά αλλού.

H προσμονή μου ήταν μεγάλη για αυτό το συγκρότημα - δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή ήταν από τις λίγες φορές που είχα καταφέρει σχεδόν να εντυπωσιαστώ απλά ακούγοντας λίγα τραγούδια (από εδώ). Ίσως επειδή είχα δημιουργήσει την εντύπωση ότι το συγκρότημα προέρχεται από έναν από τους (μουσικούς αλλά και όχι μόνο) ομφαλούς της Γης σήμερα. Ή απλά επειδή ήταν άτυπα sponsored by Α. Ζήλος - ο οποίος και έκανε την αναμονή πολύ ενδιαφέρουσα απλά παίζοντας (φαινομενικά άνετα) ακριβώς τη μουσική που ο κόσμος αναζητούσε - χωρίς καν να ξέρει ότι υπάρχει. (H ωτακουσθείσα ατάκα της βραδιάς όσο έπαιζαν οι Xiu Xiu ήταν - από τους "αυλικούς" του πολύ Ζήλου προς τον ίδιο - "Ok, καλά παίζουν κι αυτοί, αλλά εσύ έπαιξες καλύτερα".)

Και μετά τους είδα - στην αρχή στο πλάι της σκηνής να προσπαθούν να κουμαντάρουν τα αναρίθμητα κρουστά τους και το μοναδικό μικρόφωνο που τα δύο μέλη της μπάντας θα μοιράζονταν. Έστηναν τα όργανα τους για ώρα και το αποτέλεσμα ήταν να καταλήξουν περιτοιχισμένοι - σχεδόν καλυμμένοι - από κάθε είδους πιατίνια (ελλείψει καλύτερου όρου), μικρά γκόνγκ, δύο σειρές από κουδούνια, ένα πρωτόγνωρο υβρίδιο ακορντεόν και αρμόνιου, κάτι που έμοιαζε με ηλεκτρική άρπα και την πανταχού παρούσα κιθάρα.

Όταν ξεκίνησαν να παίζουν είχαν αυτό το αδιόρατο κάτι που τραβάει την προσοχή σου από το γύρω κόσμο και τη ρίχνει πάνω τους, αυτό που ίσως θα ενέπνεε έναν τεχνοκράτη να τα παρατήσει έστω για λίγο και να πιάσει την κιθάρα. Η φωνή μου θύμισε το live των Stellastar* - με περισσότερο χάος και λιγότερη αγωνία - ενώ οι εναλλαγές μεταξύ θορύβου και μελωδίας κάτι από Postal Service. Στις άγριες στιγμές η μικροσκοπική πια σκηνή γέμιζε 4 χέρια που χτυπούσαν ό,τι κρουστό υπήρχε κοντά τους - μια παρουσία σαν αυτή των Proyecto Mirage. Το συνολικό αποτέλεσμα ήταν να μας νιώσω σαν ένα άναυδο κοινό που προσπαθούσε να κατεργαστεί έναν ήχο φαινομενικά καινούριο αλλά ταυτόχρονα οικείο. Που σε πώρωνε αλλά ταυτόχρονα τέλειωνε απότομα πριν προλάβεις να τον απορροφήσεις. Ξέρω ότι δεν είναι οι Μεσσίες του Ροκ αλλά τα άγνωστα σε μένα μουσικά όργανα και ο ξένος τρόπος παιξίματος (ο οποίος όμως δούλευε) με έκανε να σκεφτώ ότι είχαν σταλεί στην επαρχία μας ως πρέσβεις από 5 χρόνια στο μέλλον για να μας δείξουν πως θα είναι η μουσική τότε - και εμείς δεν ξέραμε πως να τους υποδεχτούμε. Φυσικά, μέχρι το τέλος της σύντομης εμφάνισής τους το μήνυμα είχε αρχίσει να γίνεται σαφές.